Μια Ζωή Στην Ίδια Τάξη, Θεωρία Μα Και Πράξη

Η Αριστερά, ως γνωστόν, έχει βασανιστεί πολύ από θεωρητικές διαμάχες, διασπάσεις, διαφωνίες κ.λπ. Αυτό που θέλω να ρωτήσω είναι: γιατί έχει τόση αξία η θεωρία, οποιαδήποτε θεωρία;

Για να γίνω σαφής, αμφισβητώ ότι υπάρχει ένα σύνολο αληθειών, αρκετά αφηρημένων κι ανεξάρτητων από τα συμφραζόμενα, ώστε να έχουν αξιώσεις καθολικότητας – δηλαδή να εφαρμόζονται προκάτ σε κάθε περίπτωση και να την ερμηνεύουν επαρκώς. Αν μια αλήθεια εφαρμόζεται προκάτ, τότε θα αφήνει έξω σημαντικές πλευρές• αν πιάνει όλες τις σημαντικές πλευρές, τότε θα είναι μια αλήθεια που δεν θεωρητικοποιείται. Όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Στα Μαθηματικά ναι, υπάρχουν τέτοιες καθολικές αλήθειες, π.χ.: «όλα τα τρίγωνα έχουν άθροισμα γωνιών 180 μοίρες». Το εφαρμόζεις σε κάποιο συγκεκριμένο τρίγωνο και παίρνεις γνώση. Στη Φυσική ναι, υπάρχουν, π.χ.: «πίσω από το μποζόνιο Χιγκς κρύβεται το πρόσωπο του δαίμονα» (Πειραιώς Σεραφείμ). Το εφαρμόζεις σε κάποιο μποζόνιο Χιγκς και παίρνεις τον δαίμονα. Σε όλες τις Φυσικές Επιστήμες υπάρχει αυτό το ιδεώδες, το θεωρητικό που πληροφορεί επαρκώς το συγκεκριμένο. Ισχυρίζομαι όμως ότι σ’ αυτά που ενδιαφέρουν την Αριστερά, στην πολιτική, στην κοινωνία και σ’ ό,τι έχει να κάνει με τον άνθρωπο, το σημαντικότερο τμήμα της γνώσης είναι αυτό που δεν μπορεί να θεωρητικοποιηθεί.

Ας δώσω ένα παράδειγμα: Το 1980 και με στόχο να στηριχθεί η χειμαζόμενη επαρχία της χώρας, η Ιαπωνία ξεκίνησε το πρόγραμμα OVOP – μπορείτε να δείτε περισσότερα εδώ κι εδώ. Από κάθε χωριό επιλεγόταν ένα εξιδεικευμένο τοπικό προϊόν, με μεγάλα περιθώρια κέρδους ανάμεσα στο κόστος παραγωγής/κατασκευής και την τιμή πώλησης στον τελικό αγοραστή. Προηγουμένως, το κέρδος αυτό πήγαινε κυρίως στην αλυσίδα των μεσαζόντων. Η κυβέρνηση, σε συνεργασία με τους τοπικούς Δήμους, αναλάμβανε να επιμορφώσει τους αγρότες: να εντοπίσουν τις αγορές (ακόμα και σε διεθνές επίπεδο), να οργανώσουν τη διανομή, να συμμετάσχουν σε εκθέσεις, να ενημερωθούν για την καινούργια τεχνολογία, να σχεδιάσουν τη διαφήμιση και την εμπορική συσκευασία του προϊόντος κ.α. Το πρόγραμμα δούλεψε σε επίπεδο χωριού – κατά κάποιον τρόπο, όλο το χωριό γινόταν μια μεγάλη μανιφακτούρα, με τους χωρικούς στο ρόλο των μετόχων της, ούτως ώστε να επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας (άλλη τιμή δίνει η αποθήκη όταν ο μεμονωμένος αγρότης αγοράσει λίπασμα, άλλη τιμή όταν ένα ολόκληρο χωριό παραγγείλει λίπασμα). Το OVOP απεδείχθη τελικά πολύ πετυχημένο, το εφάρμοσαν κατόπιν κι άλλες χώρες, όπως η Ταϊλάνδη επί Τάκσιν (2001 – 2006) με το αντίστοιχο πρόγραμμα ΟΤΟΡ (εδώ κι εδώ, για όποιον θέλει περισσότερα).

Κατά γενική ομολογία, τα προγράμματα ήταν επιτυχημένα, αυτό ακούω και διαβάζω. Έβγαλαν χωρικούς από τη φτώχεια, ανέκοψαν την αστυφιλία, ενδυνάμωσαν τους αγρότες έναντι των μεσαζόντων κ.α. Λοιπόν, κάποτε μιλούσα μ’ έναν κύριο που είχε δουλέψει στο ΟΤΟΡ σε επίπεδο περιφέρειας και τον ρώτησα πού οφειλόταν η επιτυχία του προγράμματος. Δεν είχε να μου δώσει κάποια σύντομη απάντηση. Μου είπε ότι έγιναν πολλές αλλαγές πλεύσεις στην πορεία, ήταν αμέτρητα τα πρακτικά ζητήματα που προέκυψαν, μικρά ή μεγάλα, κι επιλύθηκαν επί τόπου, χωρίς κανείς να τα φανταζόταν στη φάση του σχεδιασμού. Το πρόγραμμα, είπε, θα μπορούσε να είχε ναυαγήσει σε πολλά σημεία, όμως το έσωσε η ετοιμότητα των ανθρώπων που το υλοποίησαν. Οπότε, δεν υπήρχε κάποια εύκολη απάντηση – ουσιαστικά, η επιτυχία του προγράμματος ήταν οι άνθρωποί του.

Λοιπόν, όταν τόσοι πολλοί παράγοντες ζωής και θανάτου για το πρόγραμμα δεν μπορούν να προβλεφθούν και να τυποποιηθούν, η θεωρητική του ανάλυση είναι ένα μικρό μόνο μέρος της συνολικής του αποτίμησης, του χαρακτηρισμού ως «καλή ιδέα» ή «κακή ιδέα». Τα προγράμματα OVOP – ΟΤΟΡ δεν ήταν ριζικά διαφορετικά από τους δικούς μας αγροτικούς συνεταιρισμούς που όμως, μπορούμε να πούμε, απέτυχαν να δώσουν τους θεωρητικά υποσχεμένους καρπούς. Το ότι κάτι είναι καλή ιδέα, δεν λέει πολλά πράγματα για την υλοποίησή του. Από τον σπόρο ως τον καρπό υπάρχει μεγάλη απόσταση, η ζωή είναι σαν αυτό το xkcd (“Click & Drag”): όπως το βλέπεις απ’ έξω και χωρίς να μπεις μέσα στην κατάσταση, ούτε που φαντάζεσαι τι τεράστιος όγκος από ιδιαιτερότητες και λεπτομέρειες κρύβεται. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι η θεωρεία τελικά είναι άχρηστη; Σαφώς και όχι. Σημαίνει ότι πρέπει να τοποθετηθεί στις σωστές της βάσεις: 




Τα Πτυχία της Πράξης 
Όταν παλιά ήθελα κάποιον καλό τεχνικό σε κάτι, ρωτούσα τα παιδιά στο συνεργείο και μου λέγαν: «Πήγαινε στον τάδε, είναι ζωηρός». Το ζωηρός, στη γλώσσα του συνεργείου σήμαινε τον μάστορα που χώνει τη μύτη του, σπάει το κεφάλι του, δοκιμάζει αυτό κι ετούτο κι εκείνο και το άλλο, ψάχνει, σκαλίζει, κάνει χιλιάδες ερωτήσεις για το μηχάνημα, πόσο συχνά το χρησιμοποιείς, αν παρατήρησες κάποιον περίεργο ήχο, κάτι ασυνήθιστο, πότε το αγόρασες, πού το φυλάς όταν δεν το δουλεύεις, ποιος άλλος το χρησιμοποιεί κ.λπ. Όχι τον μάστορα που σε αντιμετωπίζει γραφειοκρατικά – του επισημαίνεις τη βλάβη, τη διορθώνει τυπικά και τέρμα. Αλλά αυτόν που θα τα κοιτάξει όλα και στην πορεία θα βρει άλλες τρεις βλάβες ή επικίνδυνα σημεία που μπορεί να προκαλέσουν βλάβη. Επίσης, αυτόν που θέλει να καταλάβει και τη σημασία του μηχανήματος στη ζωή σου• θέλεις να το έχεις πάντα σένιο ή απλώς να το διατηρείς σε μια στοιχειωδώς λειτουργική κατάσταση; Είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις έξτρα για να το έχεις σαν καινούργιο ή θέλεις να τη βγάλεις φτηνά και το μηχάνημα απλώς να κάνει τη δουλειά του;

Το ζωηρός είναι ένα πτυχίο της πράξης που δεν μπορεί εύκολα να απονεμηθεί από πανεπιστήμια και να μαθευτεί από βιβλία. Ανάμεσα στ’ άλλα, έχει κι ένα αξιακό στοιχείο: ο ζωηρός τεχνίτης νοιάζεται για το μηχάνημα σαν να είναι δικό του, κατανοεί όχι μόνο τη λειτουργία του αλλά και την κοινωνιολογία του, τη θέση του στη ζωή σου. Είναι τίτλος καθαρά πρακτικός. Ένας έμπειρος τεχνίτης που έχουν περάσει χιλιάδες κινητήρες από τα χέρια του, θα ακούσει τον ασυνήθιστο θόρυβο που δεν θα τον ακούσεις εσύ, θα υποπτευθεί ότι η ζημιά είναι στο καρμπυρατέρ ή στο φίλτρο αέρος χωρίς καν να τον ανοίξει. Μόνο από μια κουβέντα που θα του πεις, σβήνει καμιά φορά όταν κάνει κρύο, και χωρίς καν να δει το μηχάνημα, θα σκεφτεί αμέσως: μάλλον κινητήρας Kawasaki της σειράς SR-15 με απορρυθμισμένο στρόφαλο. Και κατά κανόνα θα πέσει μέσα. Πρέπει όμως να έχουν περάσει αμέτρητα μηχανήματα από τα χέρια του για να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο. Επίσης, ένας έμπειρος τεχνίτης θα είναι και πολύ πιο ψυλλιασμένος για την κοινωνιολογία του επαγγέλματός του. Βάζει τον εαυτό του στη θέση σου και κατανοεί πως όταν του λες: «θέλω να διορθώσεις τη βλάβη», δεν θέλεις απλώς να διορθώσει τη βλάβη, όχι, θέλεις κάτι περισσότερο: θέλεις να αισθάνεσαι εμπιστοσύνη. Το «διορθώνω τη βλάβη» είναι υποσύνολο του «κάνω τον πελάτη να αισθάνεται εμπιστοσύνη», γνήσιο υποσύνολο όμως, υπάρχουν κι άλλα που δεν τα καλύπτει. Όπως ακριβώς ο έμπειρος γιατρός, λένε, δεν ρωτάει τον ασθενή: «τι έχεις», αλλά: «τι σε φέρνει εδώ». Διότι κατανοεί ότι ο ασθενής δεν θέλει απλώς να του θεραπεύσεις τους πόνους στο στήθος, αλλά να τον επαναφέρεις στην πρότερη κατάσταση στην οποία ούτε που νοιαζόταν για το στήθος του. Υπάρχει διαφορά. Ο έμπειρος γιατρός (κάποιοι, τουλάχιστον) κατανοεί ότι αυτό που λέμε «υγεία» είναι κοινωνικό μέγεθος, όχι αυστηρά βιολογικό, βλέπει την τέχνη του εντός ευρύτερων συμφραζομένων. Ο έμπειρος μάστορας (κάποιοι, τουλάχιστον) κατανοεί ότι αυτό που πουλά στον πελάτη δεν είναι απλώς επιδιόρθωση βλαβών, αλλά ανακούφιση και ηρεμία• είναι αναλγητικός ο ρόλος του, αντιστρεσσογόνος. Όλα αυτά εμπεριέχονται στο ζωηρός, το πτυχίο της πράξης που δεν μπορείς να κατακτήσεις αν δεν γράψεις πολλά χρόνια εμπειρίας στο κοντέρ σου.

Μιλούσα μια φορά μ’ έναν έμπειρο πωλητή και τον πείραξα για τη δουλειά του, ότι εσείς οι πωλητές ούτε σχολές βγάζετε ούτε κάποια τέχνη μαθαίνετε, το ‘χετε εύκολο. «Ξέρεις ποια είναι η δική μου τέχνη;» είπε. «Το ότι συναντώ πρώτη φορά έναν άνθρωπο και μέσα σε πέντε λεπτά τον ξέρω καλύτερα απ’ ό,τι ξέρει κι ο ίδιος τον εαυτό του, τον διαβάζω». Μου εξήγησε κατόπιν ότι ξέρει, από τα πρώτα κιόλας λεπτά γνωριμίας, αν θα πρέπει να του απευθυνθεί στον ενικό ή στον πληθυντικό, ποιο ανέκδοτο να του πει για να γελάσει, αν θα πρέπει να μιλήσει για λεπτά θέματα – πολιτική ή γυναίκες – ή αν θα πρέπει να διατηρήσει τη γνωριμία τυπική, αν ο άλλος έχει στεναχώριες και χρειάζεται να τα πει για να ξεσκάσει, αν θα πρέπει να πάρει έναν ρόλο μεγάλου αδερφού ή πατέρα – και, φυσικά, αν ο άλλος το σκέφτεται να αγοράσει ή όχι. Και το ότι καταφέρνει να πουλάει είναι η έμπρακτη απόδειξη της τέχνης του. Ξέρει επίσης τα πάντα για τα προϊόντα που πουλάει, τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, τους ανταγωνιστές, τους επαγγελματίες, την κατάσταση της αγοράς κ.λπ., οπότε μπορεί να καταλάβει πάρα πολλά από λίγες μόνο λέξεις του άλλου, ξέρει τι έχει στο μυαλό του (όλοι οι έμπειροι σε κάποιον τομέα το ‘χουν αυτό, από πολύ λίγα καταλαβαίνουν πάρα πολλά). Συνήθως συνοψίζουμε όλα τα παραπάνω στη φράση: να είσαι μέσ’ στην πιάτσα – άλλο ένα πτυχίο της πράξης που δεν μπορεί να μαθευτεί από βιβλία.

Πιστεύω να είναι σαφέστερο τώρα αυτό που λέω. Με δυο λόγια, τονίζω πως όταν φτιάξεις ένα αριστερό κόμμα, γκρούπα, επαναστατική οργάνωση, φοιτητικό σύλλογο κ.λπ., το Τμήμα Θεωρίας θα πρέπει να είναι ιεραρχικά κατώτερο από το Τμήμα Πιάτσας. Και για την ακρίβεια, θα πρέπει να φτιάξεις πολλά Τμήματα Πιάτσας, για κάθε μια από τις πολυάριθμες εκφάνσεις – πιάτσες – της κοινωνικής μας ζωής. Ό,τι ισχύει στη μια, δεν ισχύει απαραίτητα και στις άλλες. Είναι αναπόδεικτο δόγμα ότι μπορεί να υπάρξει εγχειρίδιο οδηγιών για τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα, μια καθολική & αφηρημένη θεωρία, ανεξάρτητη συμφραζομένων, που να τα ερμηνεύει ολοκληρωτικά και να πληροφορεί επαρκώς την πράξη. Ο ινστρούχτορας θα πρέπει να ακούει τον ζωηρό, αυτόν που είναι μέσ’ στην πιάτσα, όχι αντιστρόφως. Από το Mind Over Machine του H. Dreyfus, ένα πείραμα των Gary & Helen Klein στις ΗΠΑ, αρχές δεκαετίας του ‘80:  

Οι ερευνητές έδειξαν σε ομάδες παραϊατρικού προσωπικού μικρά βίντεο από έξι διαφορετικά πρόσωπα που προσέφεραν καρδιοαναπνευστική ανάνηψη (CPR) σε θύματα καρδιακής ανακοπής. Οι πέντε από τους έξι ήταν άπειροι εκπαιδευόμενοι που μόλις μάθαιναν CPR, ενώ ο έκτος ήταν ένας πολύ έμπειρος ανανήπτης, με πολλά χρόνια πίσω του στην CPR και σε παρόμοιες τεχνικές υγείας. Τα βίντεο προβλήθηκαν σε τρεις ομάδες θεατών: 1) σε παραϊατρούς με πρακτική εμπειρία, 2) σε εκπαιδευόμενους σπουδαστές και 3) σε εκπαιδευτές, χωρίς οι ερευνητές να τους ενημερώσουν για τα πρόσωπα στα βίντεο. Στο τέλος τέθηκε η ερώτηση στον καθένα: «Σε περίπτωση που παθαίνατε καρδιακό επεισόδιο, ποιος από τους έξι που είδατε στα βίντεο θα θέλατε να σας κάνει CPR;». Οι έμπειροι παραϊατροί επέλεξαν τον έμπειρο ανανήπτη σε ποσοστό περίπου 90%. Οι σπουδαστές διάλεξαν «σωστά» σε ποσοστό περίπου 50%. Οι εκπαιδευτές είχαν τα χειρότερα αποτελέσματα, βρήκαν τον έμπειρο ανανήπτη σε ποσοστό 30%. Κι όμως, οι εκπαιδευτές ξέρουν τέλεια την τεχνική της καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης στη θεωρία της• είναι αυτοί που γράφουν τα σχετικά βιβλία και που μπορούν να δώσουν σωστές τηλεφωνικές οδηγίες σε έναν αρχάριο. Δεν ξέρουν όμως τις αμέτρητες λεπτομέρειες που μόνο η πράξη μπορεί να σου διδάξει. Έχουν την καλύτερη θεωρητική κατάρτιση όμως είναι οι χειρότεροι λήπτες αποφάσεων – ακόμα κι οι εκπαιδευόμενοι σπουδαστές είναι σοφότεροι από αυτούς.




Ο Θεωρητικά Καταρτισμένος Αλεξιπτωτιστής
Αυτό που αμφισβητώ λοιπόν είναι η ιδέα ενός κεντρικού Περισσού που, από τα ολύμπιά του ύψη, πληροφορεί επαρκώς την πράξη βάσει μυστικών αλγορίθμων και εμβριθών θεωριών. Αυτό ναι, το αμφισβητώ. Ο θεωρητικά καταρτισμένος που όμως πέφτει αλεξιπτωτιστής σε μια κατάσταση, θα χάσει τις ιδιαιτερότητές της και παραβλέψει έναν πλούτο σημαντικών στοιχείων, τα οποία δεν μπορούν να συνοψιστούν και να μεταδοθούν εύκολα στους απ’ έξω. Ο ζωηρός, αυτός που είναι μέσ’ στην πιάτσα, δεν είναι κάποιος που ξέρει απλώς καλά το δικό του μετερίζι• μέσα στη δική του πιάτσα είναι ένα διαφορετικό ον. Βλέπει διαφορετικά και σκέφτεται διαφορετικά από τον θεωρητικά καταρτισμένο αλεξιπτωτιστή. Αυτό το έχουν βιώσει όλοι οι ανθρωπολόγοι στη δουλειά τους. Ο Δημήτρης Θεοδοσσόπουλος περιέγραψε παραστατικά αυτήν την εμπειρία στο Troubles with Turtles (διαβάστε το, είναι ωραίο). Πήγε πρώτη φορά στο Βασιλικό Ζακύνθου, την περιοχή με τις παραλίες που αφήνουν τα αυγά τους οι χελώνες καρέτα-καρέτα, ως οικολόγος εθελοντής: «Εκείνον τον καιρό, οι χελώνες είχαν πάρει τοτεμικές διαστάσεις στη φαντασία μου, η μοίρα τους είχε υψηλή θέση ανάμεσα στις βιοτικές μου προτεραιότητες» (σελ. 4). Ήταν η δεκαετία του ’80, η εποχή που πρωτοξεκινούσε η οικολογία στην Ελλάδα: «Οι καινούργιες περιβαλλοντικές ΜΚΟ στελεχώνονταν κυρίως από σπουδαστές Βιολογίας και άλλων Θετικών Επιστημών ... οι περισσότεροι κυρίως παιδιά μεσαίας τάξης από μεγάλες πόλεις, άβγαλτα και κακοπληροφορημένα για τη ζωή στην επαρχία και στα χωριά» (σελ. 4). Εκεί βίωσε στο πετσί του την εχθρότητα των ντόπιων – χωρικών που συνδύαζαν την αγροτική ζωή με τις τουριστικές δραστηριότητες. Κυριολεκτικά όμως «στο πετσί του», έφαγε και ξύλο. Του έμεινε τελικά η απορία: τι δεν πήγαινε καλά; Γιατί οι οικολόγοι δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους ντόπιους; Και γιατί αυτοί οι τελευταίοι ήταν τόσο αναίσθητοι στα καρετο-καρετικά θέματα;

Ξαναπήγε στον Βασιλικό δύο χρόνια αργότερα, αυτή τη φορά ως ανθρωπολόγος για να μελετήσει την τοπική κοινωνία, όχι τα θαλάσσια ερπετά της. Έμεινε έναν χρόνο με τους ντόπιους, συζήτησε μαζί τους, παρατήρησε λεπτομερώς τη ζωή τους, δούλεψε στις δουλειές τους και, φυσικά, ανακάλυψε έναν καινούργιο κόσμο: την τοπική κουλτούρα, το φεουδαρχικό παρελθόν της κοινότητας, τότε που οι χωρικοί ή οι γονείς τους δούλευαν σέμπροι (= κολίγοι) στα χωράφια του αφέντη, τη σχέση τους με τα ζώα και τη θρησκευτική-κοσμολογική ταξινόμηση του καθενός ανάλογα με τη συνεισφορά του στον καθημερινό κάματο του νοικοκυριού, το τουριστικό εισόδημα που τους έδωσε πρωτόγνωρη αξιοπρέπεια, τη συμβολική δουλοπρέπεια προς τους απογόνους του αφέντη κ.α. Οι αρχικές καταχωρίσεις στο ημερολόγιό του είχαν ακόμα τη ματιά του αλεξιπτωτιστή (σελ. 14-15): 



Σήμερα περπατούσα στη γη του μεγάλου αφέντη. «Είναι όλες δικές του εκτάσεις», συνειδητοποίησα. Πρόσεξα ένα μεγάλο κτίσμα, σαν αρχοντικό, όμως δεν μπορούσα να δω καθαρά τα κτίρια πίσω από τον ψηλό τοίχο. Το μέρος έμοιαζε ακατοίκητο, αν και όχι παρατημένο, το κάθε τι ήταν καθαρό και τακτοποιημένο. Μου είπαν ότι ο γαιοκτήμονας κι η οικογένειά του ζούσανε σε ένα άλλο σπίτι πιο κοντά στην πόλη. Μου τράβηξαν την προσοχή τα έρημα κτίσματα τριγύρω. Ήταν κι ένα έρημο ελαιοτριβείο. Τα άλλα ήταν μικρά σπιτάκια από τούβλα. Τα περισσότερα ήταν ερείπια, όμως δύο είχαν ανακαινιστεί σε όμορφα εξοχικά που νοικιάζονται στους τουρίστες. Είδα μια σειρά από τεράστιους ευκαλύπτους γύρω από το αρχοντικό. Πολύ την απόλαυσα αυτήν τη βόλτα και την όμορφη θέα της δίπλα στα δέντρα. «Ο χρόνος έχει προσθέσει ένα στοιχείο μυστηρίου και ομορφιάς σ’ αυτά τα ερείπια», σκέφτηκα μαζεύοντας ένα σκουριασμένο κουτί από το χώμα. 


Στην αρχή λοιπόν, είχε τη ματιά του τουρίστα – και μάλιστα του αστού τουρίστα, που επισκέπτεται την επαρχία και ανακατεύει κάποιες πληροφορίες για το μέρος μαζί με μια ρομαντική αισθητική για το τοπίο. Μετά από κάποιους μήνες, που συγχρωτίστηκε καλύτερα με τη ζωή της κοινότητας, καταχωρούσε στο ημερολόγιό του:

Το αρχοντικό του αφέντη είναι κάπως μακριά από τον μεγάλο δρόμο, την αρτηρία της κοινωνικής ζωής του χωριού, όχι όμως πολύ μακριά. Αυτό σημαίνει ότι οι τουρίστες κι οι επισκέπτες μπορεί και να μην το δουν. Φαντάζομαι όμως ότι παλιά ήταν το κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Έτσι όπως είναι διασκορπισμένα τα σπίτια του χωριού, η περιοχή γύρω από το αρχοντικό θα κατοικούταν από πολλούς χωρικούς, φτωχούς εργάτες σε άθλια σπιτάκια. Το αρχοντικό του αφέντη πρέπει να ήταν το κέντρο της δραστηριότητας ή ακόμα και το διοικητικό κέντρο για τις ανάγκες του χωριού. 


Πέρασε από το ίδιο μέρος κάπου έναν χρόνο μετά, βοηθώντας έναν γέρο βοσκό με τα πρόβατά του. Αυτή τη φορά καταχώρησε στο ημερολόγιό του:



Καθώς οδηγούσαμε το κοπάδι στη γη του αφέντη, ο γερο-Διονύσης έδειξε το αρχοντικό. Μου μίλησε για τις αποθήκες, τους αχυρώνες, τα ζωντανά, τα κάρα και τις καρότσες για τους ανθρώπους, τα άλογα: «Παλιά, ήταν πολλοί οικισμοί γύρω από το αρχοντικό», είπε κι έδειξε τα σπιτάκια που είχα παρατηρήσει πριν, «εκεί ο αφέντης μάζευε παλιά τους εργάτες από άλλα χωριά και τους δικούς του σέμπρους. Πενήντα οικογένειες σέμπρων ζούσαν στη γη του!» 


Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα κάποιου που μπαίνει μέσ’ στην πιάτσα και γίνεται διαφορετικό ον, βλέπει διαφορετικά πράγματα. Οι κοινωνικές διαστάσεις της ζωής στο Βασιλικό δεν ήταν ορατές με την πρώτη ματιά. Ο επισκέπτης δεν μπορούσε να εκτιμήσει τη σημασία της γης και του τουρισμού για τους ντόπιους, που δεν ήταν αυστηρά οικονομική: το τουριστικό εισόδημα τους έδωσε αξιοπρέπεια, τους έβγαλε από τη νοοτροπία του δουλοπάροικου. Ειδικά ο αστός επισκέπτης, που δεν ήξερε τίποτα από τον κάματο της αγροτικής δουλειάς, δεν θα μπορούσε να καταλάβει και την αδιαφορία των ντόπιων για τη χελώνα – ένα ζώο που, στη δική τους κοσμοθεώρηση, δεν τους βοήθησε ποτέ στα βάσανα και στους κόπους τους. Έβλεπε απλώς ένα όμορφο μέρος κατοικημένο από ακατανόητους χωριάτες, μια υπέροχη φύση που δεν τους άξιζε. Όμως πρέπει να ζήσει κανείς με τους ντόπιους, να δουλέψει στις δουλειές τους, να πιει το κρασί τους, να φάει το φαγητό τους, να τραγουδήσει τα τραγούδια τους κ.λπ., με δυο λόγια: να μπει μέσ’ στην πιάτσα τους, για να τους καταλάβει. Τότε μόνο οι ακατανόητοι χωριάτες θα μεταμορφωθούν σε κατανοητούς και εύλογους ανθρώπους.




Πότε Ξεκίνησε η Αναγέννηση;
Το βασικό που μ’ ενδιαφέρει εδώ είναι η δυσκολία να μεταδοθούν όλες αυτές οι διαστάσεις σε κάποιον εξωτερικό γραφειοκράτη, ινστρούχτορα, λήπτη αποφάσεων, τεχνοκράτη, θεωρητικό κ.λπ. – ειδικά σε κάποιον που λειτουργεί από την άνεση του κλιματιζόμενου γραφείου του, με τον καφέ και τα βιβλία του. Δεν τυποποιούνται όλα και δεν συνοψίζονται όλα εύκολα. Είναι δόγμα ότι η θεωρητική γνώση μπορεί να καλύψει επαρκώς την πρακτική γνώση στα ανθρώπινα θέματα – και μάλιστα, το πείραμα με το παραϊατρικό προσωπικό και τα βίντεο CPR, υποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Από το Learning to Make Reflective Judgments, της Patricia M. King, ένας πραγματικός διάλογος που κατέγραψε σε μια σχολική τάξη: 


ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Παιδιά, σήμερα θα συνεχίσουμε τη συζήτησή μας για την Αναγέννηση. Τι αξιοσημείωτη εποχή! Με καθήλωσε σ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας μου, ελπίζω κι εσείς να τη βρείτε εξίσου ενδιαφέρουσα. Πριν αρχίσουμε, έχετε καμιά ερώτηση από το προηγούμενο μάθημα;

ΜΑΘΗΤΗΣ: Ναι, νομίζω πως τα παρακολούθησα όλα, όμως δεν μπορώ να βρω στις σημειώσεις μου πότε ξεκίνησε η Αναγέννηση.

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Πολύ καλή ερώτηση! Βλέπετε, η Αναγέννηση στη Βόρεια Ιταλία επικράτησε σε διαφορετική χρονική στιγμή και με διαφορετικά συμφραζόμενα απ’ ό,τι στον Νότο. Αυτό είναι σημαντικό επειδή–

ΜΑΘΗΤΗΣ (διακόπτοντας): Κύριε, έλπιζα απλώς να απαντούσατε στην ερώτησή μου πριν αρχίσουμε το σημερινό μάθημα.

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ναι. Προκειμένου να πούμε πότε ξεκίνησε η Αναγέννηση, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι αυτή η αφύπνιση κάλυψε πολλές πλευρές στη ζωή των ανθρώπων τότε. Η επιστημονική Αναγέννηση και οι ιδέες του Λεονάρντο ντα Βίντσι είχαν τεράστια επίδραση, η οποία εμπλουτίστηκε από την καλλιτεχνική Αναγέννηση, με καλλιτέχνες όπως ο Μιχαήλ Άγγελος και–

ΜΑΘΗΤΗΣ (διακόπτοντας εκνευρισμένος): Κύριε! Πριν αρχίσουμε το σημερινό μάθημα, μπορείτε απλώς να μας πείτε πότε ξεκίνησε η Αναγέννηση;

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Στις 14 Απριλίου 1363.

ΜΑΘΗΤΗΣ: Ευχαριστώ, κύριε. Αυτό ήθελα να μάθω όλο κι όλο. 


Καταλαβαίνουμε όλοι, πιστεύω, ότι το «14 Απριλίου 1363» δεν είναι απάντηση στην ερώτηση: «πότε ξεκίνησε η Αναγέννηση;». Και δεν μπορεί εδώ να δωθεί μια απάντηση με λίγα μπάιτ, πρέπει να μιλήσει κανείς πολύ, να χρησιμοποιήσει πολλά κιλο- ή μεγαμπάιτ. Ο συγκεκριμένος μαθητής δεν έμαθε πότε ξεκίνησε η Αναγέννηση. Είναι όμως έτοιμος να κυβερνήσει, όπως έλεγε η Ελληνοφρένεια παλιά για τον ΓΑΠ, είναι ήδη τεχνοκράτης τέλειος (και του κοσμάκη ο τρόμος): πιστεύει στο αναπόδεικτο δόγμα της τυποποίησης των πάντων. Ότι υπάρχουν απλές απαντήσεις λίγων μπάιτ, που μπορούν να κωδικοποιηθούν και να απομονωθούν από τα συμφραζόμενά τους, να γίνουν παράμετρος σε κάποιο θεωρητικό μοντέλο. Το πληρώνει η Ελλάδα αυτό το δόγμα τώρα, ότι υπάρχουν θεωρητικά μοντέλα ανεξάρτητα συμφραζομένων, που εφαρμόζονται προκάτ σε κάθε περίπτωση, άσχετα από τις ιδιαιτερότητές της, και φέρνουν θαυμαστά αποτελέσματα. Κι αν η πραγματικότητα δεν επιβεβαιώσει τις υποσχέσεις των μοντέλων; Τότε φταίει η πραγματικότητα, δεν μπορεί τα μοντέλα να κάνουν λάθος, αφού είναι τόσο κομψά (έχουν κι ωραία μαθηματικά)...




Στο Φινάλε:
Ό,τι μπορεί να μεταδοθεί με λόγια, να γραφτεί σε βιβλίο, να δωθεί σε τηλεφωνική οδηγία, να τυποποιηθεί και να περάσει σ’ έναν Η/Υ, να κωδικοποιηθεί με παραμέτρους και να γίνει μαθηματικό μοντέλο, είναι ένα κλάσμα μόνο της συνολικής γνώσης. Και στα κοινωνικά – πολιτικά θέματα, είναι σχετικά μικρό αυτό το κλάσμα. Το υπόλοιπο κομμάτι της γνώσης το ξέρουν οι ζωηροί, αυτοί που είναι μέσ’ στην πιάτσα.

Όλα τα παραπάνω είναι κι ένα μανιφέστο της πράξης, που τόσο έχει συκοφαντηθεί και υποτιμηθεί έναντι της αυτού μεγαλειότητος, της θεωρίας. «Η πράξη έχει τη δική της λογική πέρα από τη λογική», έλεγε ο Μπουρντιέ. Πέρα από τη λογική μεν, όμως λογική παρόλα αυτά, τονίζω εγώ. Όχι με την έννοια της μαθηματικής λογικής, αλλά η μαθηματική λογική δεν είναι ο μόνος τρόπος να πάρουμε γνώση. Η πρακτική γνώση, αυτό δηλαδή που ξέρει ο ζωηρός αλλά δεν το ξέρει ο θεωρητικά καταρτισμένος αλεξιπτωτιστής, είναι επίσης και η γνώση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Το υπέδειξε ο Paul Willis στο Learning to Labour, την κλασική μελέτη του για τα παιδιά των εργατικών οικογενειών (“the shop floor workers have a strong anti-theoretical line, contempt for theory and for anything other than practical knowledge”, Κεφ. 3). Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα δεν ενδιαφέρονται για κάποιον που έχει πτυχίο ψυχολογίας, αλλά για κάποιον που ξέρει να διαβάζει τους ανθρώπους. Όχι για κάποιον που έχει πτυχίο μάνατζμεντ, αλλά για κάποιον που ξέρει να βάζει τα πράγματα σε μια σειρά. Ξυνόμαστε αιώνες από την πυτιρίδα του Πλάτωνα, το δόγμα ότι μπορούν να εξαχθούν επαρκείς θεωρίες, αφαιρέσεις καθολικής ισχύος για τα ανθρώπινα θέματα• θυμηθείτε τον Σωκράτη που ρωτούσε τους Αθηναίους και προσπαθούσε να βρει αφηρημένους ορισμούς για το Ιερό, την Αρετή κ.λπ. Ο Αριστοτέλης όμως απαντούσε στον Πλάτωνα: «Θέλεις να μάθεις τι είναι η Αρετή; Μην ψάχνεις ορισμούς και θεωρίες, ρώτα έναν σοφό ηλικιωμένο». Δηλαδή, ρώτα τον ζωηρό, που είναι χρόνια μέσ’ στην πιάτσα• αυτός ξέρει.

Ηθικές Κοινότητες

(Η ανάρτηση είναι σχόλιο στη συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται το ελληνικό κράτος και το πολιτικό κόστος που επιφέρουν αυτές).

Λοιπόν, πιστεύω ότι αυτή η κουβέντα των μεταρρυθμίσεων τίθεται εξαρχής σε ΠΟΛΥ λάθος βάση. Οι αρθρογράφοι τις αντιμετωπίζουν είτε λογιστικά-οικονομοτεχνικά («από πού θα κόψουμε για να μαζέψουμε άλλα Χ δισ.») είτε στεγνά πολιτικά («οι προεκλογικές υποσχέσεις, το πολιτικό κόστος, η πίεση των συντεχνιών κ.λπ.»). Όμως μια χώρα είναι πρώτα και καλύτερα ηθική κοινότητα και κατόπιν, σε δεύτερο χρόνο, οικονομική ή πολιτική κοινότητα. Τα Χ οικονομικά μέτρα, οι Ψ πολιτικές κινήσεις νοηματοδοτούνται από το ηθικό πλαίσιο εντός του οποίου τίθενται. Δεν είναι από μόνα τους «φοροεισπρακτικά», «σκληρά», «αντιδημοφιλή» κ.λπ., έχει να κάνει με το κοινό αίσθημα δικαίου.

Ας δώσω όμως ένα παράδειγμα: το νομοσχέδιο Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. Είναι το κυριότερο επιχείρημα που προβάλλεται για να υποστηρίξει την άποψη ότι ο κόσμος κοιτάει την πάρτη του, θέλει μεν μεταρρυθμίσεις αρκεί όμως να πληρώσει κάποιος άλλος, ο Γιαννίτσης ήθελε να εξυγιάνει το ασφαλιστικό αλλά ο κόσμος αγανάκτησε κ.λπ. κ.λπ.

Λοιπόν, ο κόσμος αγανάκτησε και καλά έκανε. Το νομοσχέδιο Γιαννίτση ήταν ένα δορυφορικό συμβάν στην μεγάλη τότε λαίλαπα του ΧΑΑ. Θυμίζω το ευρύτερο πλαίσιο της εποχής: το νομοσχέδιο εμφανίστηκε τον Απρίλιο του 2001. Έναν χρόνο πριν, το ΠΑΣΟΚ κέρδισε οριακά τις εκλογές με ρητή δέσμευση: «Ο κόσμος δεν θα χάσει από το ΧΑΑ» – όπως θυμόμαστε, ο γενικός δείκτης είχε αρχίσει να πέφτει από τον Σεπτέμβρη του 1999, και το «κόμμα του χρηματιστηρίου» μετατράπηκε σε κόμμα εγκλωβισμένων. Δεν ξέρω αν θυμόμαστε την τεράστια καμπάνια που έκαναν οι εκσυγχρονιστές, ήδη από το 1998, για να σπρώξουν τον κόσμο στο ΧΑΑ.

Από τον Μάρτιο του 1998 ήταν που το Χρηματιστήριο είχε αρχίσει να καλπάζει, τότε που ο Σημίτης υποτίμησε τη δραχμή κατά 14% προκειμένου η χώρα να ενταχθεί στον προθάλαμο του ευρώ. Πάρα πολλοί νόμισαν τότε ότι μπήκαν στον κόσμο του επενδυτή μόνο και μόνο επειδή διάβασαν τον Κόσμο του Επενδυτή, από την άλλη όμως ο Παπαντωνίου, ο Σημίτης, ο Λαλιώτης κι άλλοι εκσυγχρονιστές παρότρυναν συνεχώς: «Η υγιής πορεία της οικονομίας επέτρεψε στο Χρηματιστήριο να αποκτήσει τη θέση που έχει και σε άλλες προηγμένες χώρες» ή «το ΠΑΣΟΚ ήταν και είναι και θα είναι η εγγύηση για τα κεκτημένα και για τις προσδοκίες» και πολλά πολλά άλλα (π.χ. εδώ). Συνέχισαν να παροτρύνουν τον κόσμο ακόμα και το φθινόπωρο του 1999, που ο γενικός δείκτης έπεφτε. Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, οι πασόκοι προσπαθούσαν μάταια να δώσουν βιάγκρα στον γενικό δείκτη τοποθετώντας στο ΧΑΑ τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων και των κρατικών τραπεζών, οδηγώντας σε απώλεια περίπου 500 δισ. (δραχμών) μέσα σε 12 μήνες. Και φυσικά διαβεβαίωναν συνεχώς ότι ο κόσμος δεν θα χάσει από το ΧΑΑ.  


(φώτο από http://carnagio.wordpress.com)


Ο κόσμος τελικά έχασε άγρια από το ΧΑΑ. Όπως και τα ασφαλιστικά ταμεία. Ο Γιαννίτσης δεν ήταν άσχετος με το έγκλημα, ήταν οικονομικός σύμβουλος του Σημίτη μέχρι το 2000 και κατόπιν Υπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης. Και τον Απρίλιο του 2001, όχι μόνο δεν τήρησε την προεκλογική του υπόσχεση, αλλά βάφτισε «εξυγίανση του ασφαλιστικού» την απόπειρα να φορτώσει στον κόσμο τα δικά του ψηφοθηρικά τερτίπια με τα λεφτά των ταμείων. Ακόμα και σήμερα δεν έχει ξεκαθαριστεί εντελώς τι ρόλο έπαιξαν οι εκσυγχρονιστές στο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου. Είτε ήταν μια δική τους κομπίνα (η χειρότερη περίπτωση) είτε πιαστήκαν κι αυτοί στον ύπνο (η καλύτερη) είτε, το πιο πιθανό, κάτι ενδιάμεσο. Πάντως, από τη στιγμή που επί δύο χρόνια προέτρεπαν τον κόσμο να μπει στο «κόμμα του χρηματιστηρίου», από τη στιγμή που υποσχέθηκαν ότι «ο κόσμος δεν θα χάσει από το ΧΑΑ» και μετά τα κάναν γαργάρα («ας πρόσεχαν», δήλωσε τελικά ο Σημίτης για τους εγκλωβισμένους το καλοκαίρι του 2001)... τότε δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει η «εξυγίανση του ασφαλιστικού». Πληγώθηκε ένα αίσθημα δικαίου, «μας κοροϊδεύετε». Όσο κι αν έφταιγε πρώτα απ’ όλα η αφέλεια όλων αυτών που την είδαν επενδυτές, για το νομοσχέδιο Γιαννίτση έκαναν καλά που αγανάκτησαν, εγώ τους δίνω δίκιο.

Κι ας έρθουμε λίγο στα τωρινά. Η κυβέρνηση υποτίθεται ότι διαπραγματεύεται με την τρόικα για μέτρα λιτότητας («τα τελευταία») ύψους 11,5 δισ. / 11,9 δισ. / 13,5 δισ. / 9 δισ. ή κάτι τέτοιο, με πρόσθετες περικοπές και χαράτσια. Πιστεύω ότι θα εισπράξει ένα τσουνάμι από ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ σε όλα τα μέτωπα. Θα βαρεθούμε να διαβάζουμε τους ερχόμενους μήνες ειδήσεις του στιλ: «Το υπουργείο υπολόγιζε να εισπράξει 700 εκ. από το τάδε μέτρο, τελικά εισέπραξε 4 εικοσάλεπτα κι 7 κουτάκια αναψυκτικών για την ανακύκλωση». Μετά όμως από το έπος της λίστας Λαγκάρντ, από την προκλητική είδηση για τους Μεϊμαράκη, Λιάπη, Βουλγαράκη, μετά την κόρη Πολύδωρα και τους συγγενείς του Τραγάκη κ.λπ., δεν υπάρχει περίπτωση να πάρει άλλα λεφτά η κυβέρνηση. «Μας κοροϊδεύετε». Θα πέφτουν συνέχεια έξω οι προγραμματισμοί κι ο Στουρνάρας θα γίνει υπερτασικός.

Γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία λύση στο πρόβλημα της Ελλάδας μ’ αυτούς τους πολιτικούς και μ’ αυτήν την κυβέρνηση. Όσο πιο γρήγορα πέσει, τόσο το καλύτερο. Οι χώρες είναι πρώτα απ’ όλα ηθικές κοινότητες. Τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι πλατωνικές ιδέες, πορίσματα κάποιων τεχνικών μοντέλων που πέφτουν από τον ουρανό• είναι συγκεκριμένες πολιτικές πράξεις που υλοποιούνται από συγκεκριμένα πρόσωπα με κάποιο ηθικό βάρος στην κοινότητα, πρέπει να τα δεις μέσα στα συμφραζόμενά τους. Το Χ μέτρο μπορεί να είναι τέλειο και δίκαιο έτσι, υπεριστορικά, πλατωνικά• η υλοποίησή του όμως από τον Ψ υπουργό μπορεί να είναι σκάνδαλο και αγανάκτηση. Ο κόσμος είναι ικανός να κάνει πολλά και θαυμαστά και αυτοθυσιαστικά, αρκεί όμως να νιώθει μέλος μιας ηθικής κοινότητας. Το ’40 πάρα πολύς κόσμος έτρεξε αυθόρμητα στα βουνά της Αλβανίας και ρισκάρισε ακόμα και τη ζωή του για τη χώρα• ένιωθε όμως ότι παλεύει για έναν δίκαιο σκοπό. Τώρα δεν το νιώθει. Όχι με αυτούς τους μισητούς πολιτικούς και με αυτήν την απαξιούμενη κυβέρνηση. Όσο πιο γρήγορα πέσει, τόσο το καλύτερο.

Τον έχουν κοροϊδέψει πολύ τον κόσμο.




ΥΓ: Διαβάστε όμως και τα φευγάτα που γράφω, μη διαβάζετε μόνο τα πολιτικά

Το Ουράνιο Παντοπωλείο Της Ευγενούς Γνώσης

Ο Μπόρχες αναφέρει μια αρχαία κινέζικη εγκυκλοπαίδια, Το Ουράνιο Παντοπωλείο της Ευγενούς Γνώσης, και τις ταξινομήσεις που χρησιμοποιούσε. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Παντοπωλείο υπάρχουν 14 κατηγορίες ζώων στον κόσμο:


1. Aυτά που ανήκουν στον Αυτοκράτορα
2. Τα ταριχευμένα
3. Τα εκπαιδευμένα
4. Τα γουρουνάκια
5. Οι γοργόνες
6. Τα φανταστικά ζώα
7. Τα αδέσποτα σκυλιά
8. Αυτά που περιλαμβάνονται στην παρούσα ταξινόμηση
9. Αυτά που τρέμουν σαν θυμωμένα
10. Αυτά που δεν μπορούν να μετρηθούν
11. Αυτά που μπορούν να σχεδιαστούν με λεπτό πινέλο από καμηλότριχα
12. Άλλα
13. Αυτά που μόλις έσπασαν το βάζο με τα λουδούδια
14. Αυτά που, από μακριά, φαίνονται σαν μύγες


Έγραψα μερικές ανάλογες λίστες. Για παράδειγμα, είναι πολύ παραπειστικές οι συνήθεις κατηγοριοποιήσεις για τους Έλληνες πολιτικούς. Μας αρέσει να τους χωρίζουμε σε "αριστερούς" - "δεξιούς" - "κεντρώους", σε "παλαιοκομματικούς" και "εκσυγχρονιστές", σε "υπεύθυνους" και "λαϊκιστές" κ.α. Πιστεύω ότι το ακόλουθο Ουράνιο Παντοπωλείο των Ευγενών Ελλήνων Πολιτικών είναι πολύ πιο χρήσιμο για πρακτικούς λόγους:


1. Αυτοί που στα νιάτα τους δεν φαντάζονταν ότι κάποτε θα πολιτευτούν
2. Αυτοί που κάνουν λογοπαίγνια
3. Αυτοί που δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους
4. Αυτοί που τους αναγνωρίζεις φατσικώς αλλά δεν θυμάσαι πώς τους λένε
5. Αυτοί που γράφουν απομνημονεύματα
6. Αυτοί που δεν μοιάζουν για πολιτικοί
7. Αυτοί που έχουν απρόφερτο όνομα για τους ξένους δημοσιογράφους
8. Αυτοί που λένε "παράξουμε" αντί για "παραγάγουμε"
9. Οι φιλόζωοι
10. Αυτοί που δεν θα διαβάσουν ποτέ την παρούσα ταξινόμηση
11. Αυτοί που ξέρουν αλλά δεν λένε
12. Οι αντιδήμαρχοι
13. Αυτοί που δεν έχουν πορτραίτα στο γραφείο τους
14. Αυτοί που δεν θυμούνται την πρώτη τους συνέντευξη


Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι γυναίκες της ζωής μας. Συνήθως τις συλλαμβάνουμε με παραπλανητικές κατηγοριοποιήσεις που δεν βοηθάνε στην κατανόηση. Προτείνω λοιπόν έναν προσφορότερο τρόπο να τις σκεφτόμαστε, το Ουράνιο Παντοπωλείο των Ευγενών Γυναικών της Ζωής Μας:


1. Οι συνεπιβάτιδες σε τρένα
2. Αυτές που αρρωσταίνουν συχνά
3. Αυτές που φοράνε 37 νούμερο παπούτσι
4. Οι τρελές κι αδέσποτες παρόλη την αγάπη
5. Αυτές που κάποτε ονειρεύτηκαν να κάνουν ραδιόφωνο
6. Αυτές που νοιάζονται
7. Τα αγοροκόριτσα
8. Αυτές που ανήκουν σε περισσότερες από τρεις κατηγορίες της παρούσας ταξινόμησης
9. Αυτές που έχεις δει στο όνειρό σου
10. Η Όλγα Μ.
11. Αυτές που δεν απαντάνε στα e-mail
12. Αυτές που βλέπουν έργα τρόμου
13. Αυτές που έχουν δυνατή χειραψία
14. Αυτές που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε κάποιο τραγούδι


Φτιάξτε κι εσείς το δικό σας Ουράνιο Παντοπωλείο των Ευγενών Κάτι! Λίστες από 14 καταχωρίσεις (ή όσες θέλετε) για π.χ. αυτοκίνητα, άντρες, ταινίες, πόλεις, ό,τι θέλετε. Ο 1ος κανόνας είναι ότι οι περισσότερες καταχωρίσεις της λίστας πρέπει να ξαφνιάζουν, να είναι εντελώς ξένες από τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε τα σχετικά θέματα. Ο 2ος κανόνας είναι ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει κάποιο pattern, κάποια κανονικότητα, ο αναγνώστης πρέπει να μην μπορεί να προβλέψει τις επόμενες καταχωρίσεις από τις προηγούμενες. Ξενίστε! Ξαφνιάστε! Προκαλέστε σοκ!

Για να το φιλοσοφήσουμε λίγο, αυτό που με απασχολεί είναι η έννοια του παιχνιδιού και του κανόνα. Στη Φιλοσοφία των Αθλημάτων (Philosophy of Sports) υπάρχει ο κλασικός ορισμός του Bernard Suits για το παιχνίδι (game): είναι μια εθελοντική δραστηριότητα με στόχο να επιφέρει μια συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων, χρησιμοποιώντας μόνο μέσα που επιτρέπονται από κάποιους κανόνες, και που οι περιορισμοί των κανόνων γίνονται αποδεκτοί μόνο και μόνο για να μπορέσει να υλοποιηθεί αυτή η δραστηριότητα. Συμφωνούμε, νομίζω, όλοι ότι αυτό που πρότεινα παραπάνω είναι ένα παιχνίδι. Οι δύο κανόνες του όμως σας φαίνονται σαν αυτό που συνήθως εννοούμε όταν λέμε κανόνες; Το κριτήριο αυτό του ξαφνιάσματος μπορεί να γίνει βάση παιχνιδιού και συναγωνισμού; Υπάρχουν μήπως άλλοι κανόνες που μου διέφυγαν;

ΥΓ: Εδώ μια ακόμα λίστα, το Ουράνιο Παντοπωλείο των Ευγενών Αθλημάτων, London 2012 edition:

1. Sports where athletes wear sunglasses
2. Dancing horses
3. Dancing gymnasts
4. Sports where you can’t use your hands
5. Sports judged subjectively
6. Sports where, to win, you move in exactly the same way as another person
7. Kayaks
8. Sports with six-letter names
9. Sports where, to win, you move faster or higher than another person
10. Rifles
11. Sports where athletes wear protective headgear
12. Sports that no one from the Caribbean has ever won
13. Sports where the apparatus can kill you if it falls on you
14. Sports during which fans dress up like eagles
15. Sports that make you laugh

Τα Φάρμακα Των Φτωχών

Θρησκείες υπάρχουν πολλές. Αλλά και αθεϊσμοί υπάρχουν πολλοί. Για παράδειγμα, ο αθεϊσμός της μεσαίας τάξης απορρίπτει συνήθως τη θρησκεία στη βάση της εικόνας ενός κόσμου αδιάφορου στις ανθρώπινες επιδιώξεις, επιθυμίες και όνειρα. Δεν είναι σύγχρονος, τον έχω βρει π.χ. και στο έργο του Λουκρήτιου, De Rerum Natura, από τον 1ο αιώνα π.Χ. Γράφει η Wikipedia: «Ο Λουκρήτιος ταυτίζει το υπερφυσικό με την ιδέα ότι οι θεοί δημιούργησαν τον κόσμο ή επεμβαίνουν με κάποιον τρόπο στις λειτουργίες του. Διαφωνεί με την φόβο προς τέτοιους θεούς και δείχνει με παρατηρήσεις και επιχειρήματα ότι οι λειτουργίες του κόσμου μπορούν να εξηγηθούν με φυσικά φαινόμενα – με τις χωρίς σκοπό κινήσεις των ατόμων στο κενό» (εδώ). 

Από την άλλη, αυτό που έχω δει είναι ότι τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα απορρίπτουν τη θρησκεία όχι επειδή βλέπουν έναν αδιάφορο αλλά έναν άδικο κόσμο. Όπως υποδεικνύει κι ο Μαξ Βέμπερ στην Κοινωνιολογία της Θρησκείας για μια έρευνα της εποχής στους Γερμανούς εργάτες: «Τα αποτελέσματά της έδειξαν ότι οι εργάτες απέρριπταν την πίστη στον Θεό υποκινούμενοι, όχι από επιστημονικά επιχειρήματα, αλλά από τη δυσκολία να συμφιλιώσουν την ιδέα της Θείας Πρόνοιας με τις αδικίες και ατέλειες της κοινωνικής διαστρωμάτωσης». H ιντελλιγκέντσια θέλει θεωρητική αρτιότητα, η κατώτερη τάξη θέλει δικαιοσύνη. Ένα γνωστό αλλά άγνωστο παράδειγμα:

Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Γνωστό αυτό, όμως τι μπορεί να είχε στο μυαλό του ο Μαρξ με τη φράση; Ίσως όχι ακριβώς αυτό που καταλαβαίνουμε σήμερα. Στα μέσα του 19ου αιώνα, το όπιο ήταν νόμιμο και θεωρείτο φάρμακο, ένα δυνατό αναλγητικό που πωλείτο κυρίως με τη μορφή λάβδανου, όπιο διαλυμένο σε οινόπνευμα - το οποίο ήταν και σχετικά ακριβό, δεν είχε τη δυνατότητα να το αγοράσει ο οποιοσδήποτε. Υπήρχε μια κάποια απαξίωση, λόγω του εθισμού που μπορούσε να προκαλέσει και της εικόνας του αποχαυνωμένου οπιομανούς. Πάντως δεν είχε τις 100% αρνητικές συνδηλώσεις της δικής μας εποχής, ήταν αναγνωρισμένο π.χ. ότι υπήρχαν ορισμένοι πόνοι που μόνο το όπιο μπορούσε να απαλύνει. Ο Γκαίτε το έβαζε μαζί με το ταμπάκο και το ποτό: «Η φύση απαιτεί από τον άνθρωπο κάποιες φορές να αναισθητοποιείται χωρίς να κοιμάται, είτε καπνίζοντας είτε πίνοντας αλκοόλ είτε παίρνοντας όπιο» (Es ist eine Forderung der Natur, dass der Mensch mitunter betäubt werde, ohne zu schlafen: daher der Genuß in Tabakrauchen, Branntweintrinken, Opiaten). Ο ίδιος ο Μαρξ είχε χρησιμοποιήσει όπιο για κάποιους δυνατούς πόνους (γράμμα της Τζένι Μαρξ στον Έγκελς, 12/4/1857: «Ούτε τα χάπια οπίου ούτε το κρεόζωτο τον ανακούφισαν»), άρα δεν είναι πιθανό να το αντιμετώπιζε με την εντελώς αρνητική σημερινή στάση. Να προσθέσω επίσης ότι ο παραλληλισμός της θρησκείας με το όπιο δεν ήταν επινόηση του Μαρξ, τον χρησιμοποιούσαν κι άλλοι διανοούμενοι της εποχής (π.χ. Χάινριχ Χάινε). Ας δούμε όμως το σχετικό απόσπασμα του Μαρξ από τη Εισαγωγή της Συμβολής για την Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου στον Χέγκελ, 1843 (εδώ):   



The foundation of irreligious criticism is: Man makes religion, religion does not make man. Religion is, indeed, the self-consciousness and self-esteem of man who has either not yet won through to himself, or has already lost himself again. But man is no abstract being squatting outside the world. Man is the world of man – state, society. This state and this society produce religion, which is an inverted consciousness of the world, because they are an inverted world. Religion is the general theory of this world, its encyclopaedic compendium, its logic in popular form, its spiritual point d’honneur, its enthusiasm, its moral sanction, its solemn complement, and its universal basis of consolation and justification. It is the fantastic realization of the human essence since the human essence has not acquired any true reality. The struggle against religion is, therefore, indirectly the struggle against that world whose spiritual aroma is religion.

Religious suffering is, at one and the same time, the expression of real suffering and a protest against real suffering. Religion is the sigh of the oppressed creature, the heart of a heartless world, and the soul of soulless conditions. It is the opium of the people.

The abolition of religion as the illusory happiness of the people is the demand for their real happiness. To call on them to give up their illusions about their condition is to call on them to give up a condition that requires illusions. The criticism of religion is, therefore, in embryo, the criticism of that vale of tears of which religion is the halo.

Criticism has plucked the imaginary flowers on the chain not in order that man shall continue to bear that chain without fantasy or consolation, but so that he shall throw off the chain and pluck the living flower. The criticism of religion disillusions man, so that he will think, act, and fashion his reality like a man who has discarded his illusions and regained his senses, so that he will move around himself as his own true Sun. Religion is only the illusory Sun which revolves around man as long as he does not revolve around himself.


Όπως διαβάζω το παραπάνω απόσπασμα, δεν καταλαβαίνω ότι ο Μαρξ διέγραφε εντελώς τη θρησκεία από την πολιτική του ανάγνωση. Την έβλεπε μόνο ως κοινωνικό αναλγητικό, με όποια χρησιμότητα και βλαβερότητα μπορεί να έχει ένα τέτοιο φάρμακο. Νομίζω πως αυτό που έλεγε στο φινάλε ήταν: «αντί να παίρνεις ασπιρίνες για τον πόνο, κοίτα να γιατρέψεις την αιτία του». Δεν τα είχε τόσο με τη θρησκεία όσο με την εκμετάλλευση και τις ανισότητες που γεννάνε την ανάγκη κοινωνικού αναλγητικού. Και καταλαβαίνω από το παραπάνω απόσπασμα ότι σε καμία περίπτωση δεν θα επικροτούσε την μονομερή επίθεση στη θρησκεία, χωρίς παράλληλη δράση για τη γιατρειά αυτών που τη χρησιμοποιούν σαν αναλγητικό• κάτι σαν κι αυτό δηλαδή που κάνουν σήμερα π.χ. ο Ντόκινς και ο Χίτσενς: τα έχουν με τη θρησκεία καθαυτή, όχι με τις δομές που γεννάνε την ανάγκη κοινωνικού αναλγητικού, και θεωρούν την επίθεση στη θρησκεία αυτοσκοπό. Νομίζω όμως ότι ο Μαρξ ήταν πολύ πιο ευαισθητοποιημένος για τη δυστυχία των κατώτερων τάξεων και καταλάβαινε ότι τα πράγματα δεν είναι απλά. Περπάτα προσεκτικά γιατί περπατάς πάνω στα φάρμακα των φτωχών.



- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - 

ΥΓ: Αν δεν είχα και το Μουστάκι του Στάλιν, τι θα ήμουν στη γη; Μπορεί αλήτης να ‘μουνα, να ‘χα καταστραφεί. 

Το Ψάρι Βρωμάει Από Την Ουρά;

Ο Μάνος Ματσαγγάνης έγραψε ένα άρθρο στην AthensVoice, Μια Θαυμάσια Κρίση, όπου, ξέχωρα από το κύριο σημείο του, κηρύττει παρενθετικά και το παρακάτω:

Αντίθετα, ο «απλός λαός» δεν φταίει ποτέ. Ακόμη και όταν ξεχνάει να πληρώσει φόρους, όταν χτίζει εξοχικά στα καμένα, όταν πιέζει για μια θέση στο Δημόσιο «για το παιδί» ή όταν δωροδοκεί για μια χαριστική σύμβαση. Ούτε φταίει όταν έδινε την ψήφο του σε όσους πολιτικούς του εξασφάλιζαν την ατιμωρησία, ενώ αντίθετα τιμωρούσε συστηματικά όσους πρότειναν μεταρρυθμίσεις που θα του χάλαγαν τη βολή 


Σχολιάζω λοιπόν μόνο το συγκεκριμένο χωρίο από το κείμενο του Ματσαγγάνη (ο οποίος πάντως επιμένει να μου είναι συμπαθής) και ρωτάω: από πού προκύπτει αυτή η ερμηνεία της λαϊκής ηθικής αυτουργίας; Το μόνο που έχω διαβάσει εδώ είναι προσωπικές εντυπώσεις, ανεκδοτολογία κι αοριστίες. «Έχω δει...», «ξέρω κάποιους που...», φταίει ο κόσμος που δεν κόβει αποδείξεις, δεν πληρώνει εισιτήριο, φόρους, διόδια, δωροδοκεί τους πολιτικούς κ.λπ. Υπάρχει τίποτα άλλο;

Ως προς την αξία τέτοιων αοριστιών, να θυμίσω ότι από την αρχή της κρίσης φοριόνταν πολύ και οι «τεμπέληδες Έλληνες». Αυτοί υπήρξαν της μόδας μέχρι κάπου μέσα στο 2011, όμως σιγά-σιγά άρχισαν να ξεθυμαίνουν κυρίως λόγω της έρευνας του ΟΟΣΑ που βάζει την Ελλάδα στο παγκόσμιο βάθρο ως προς τις εργατοώρες δουλειάς. Έχω πάψει να τους ακούω εδώ και πολλούς μήνες (νομίζω ότι το δεύτερο μνημόνιο νομιμοποιήθηκε ηθικά μόνο με τους «διεφθαρμένους», όχι με τους «τεμπέληδες» Έλληνες), και σήμερα είναι ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για ένα ακόμα στερεότυπο. Που πάντως συνεχίζει να επιζεί στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Όμως πώς να κατηγορήσεις τον κόσμο, τη στιγμή που επί δύο χρόνια η στρατηγική του ΓΑΠ για την αντιμετώπιση της κρίσης ήταν να γυρνάει την υφήλιο και να λέει σ’ όποιον συναντούσε: «τι διεφθαρμένη χώρα που έχω, δεν μου αξίζουν τέτοιοι ανεπρόκοποι, ρουσφετολάγνοι, καλοπερασάκηδες, κοντόφθαλμοι βαλκάνιοι».

Όμως ας ξαναγυρίσουμε στην αοριστία της λαϊκής ηθικής αυτουργίας• ότι, υποτίθεται, τέτοια Ελλάδα ήθελαν οι Έλληνες, ρουσφετοκρατική, αναξιοκρατική και διεφθαρμένη, οπότε κι οι πολιτικοί συμμορφώθηκαν με τη λαϊκή βούληση. Έχουμε κάποια αξιόπιστα στοιχεία γι’ αυτό; Διότι υπάρχει και η ερμηνεία της ιεραρχικής ηθικής αυτουργίας: επαρκώς μεγάλη μερίδα του κόσμου ΔΕΝ ήθελε πια την κομματοκρατική Ελλάδα αλλά μια πολύ πιο υγιή χώρα• την παράγγειλε αυτήν την υγιή Ελλάδα, την ζήτησε ενεργά, όμως το πολιτικό προσωπικό άλλαξε την παραγγελία, έκανε πως δεν άκουσε, και θωράκισε τις προνομιακές του θέσεις ώστε να επιδίδεται ατιμώρητα στις ασυδοσίες του. Δηλαδή, ότι έχουμε περίπτωση λαϊκής βούλησης που σκοπίμως δεν υλοποιήθηκε.

Η ερμηνεία έχει τεράστια σημασία, γιατί ο ηθικός αυτουργός είναι κι αυτός που πληρώνει. Μέχρι τώρα επικράτησε η ερμηνεία της λαϊκής ηθικής αυτουργίας, είτε στη χυδαία της μορφή («μαζί τα φάγαμε», «ούτε τα παιδάκια του Νίγηρα τέτοια ανευθυνότητα» κ.λπ.) είτε στο πιο εκλεπτυσμένο, όπως στην εμβόλιμη παράγραφο του Ματσαγγάνη πιο πάνω (ο οποίος, θέλω να ελπίζω, είναι από αυτούς που σώζονται), οπότε και τα σκληρά μέτρα ήταν νομιμοποιημένα. Η ιεραρχική ηθική αυτουργία όμως οδηγεί σε άλλη θεώρηση της πραγματικότητας, ότι το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι• όμως μέχρι τώρα έχει σκανδαλωδώς υπερτιμωρηθεί η ουρά και υποτιμωρηθεί το κεφάλι του ψαριού. Οπότε...;

Οπότε πάντως σίγουρα κάτι εντελώς διαφορετικό από τη μετάθεση της τιμωρίας στον κόσμο, βλέπε Σαμαράς, Παπαδήμος, Βενιζέλος, ΓΑΠ.

Λοιπόν, ποια από τις δύο ερμηνείες θα υιοθετήσουμε; Πού θα αποδώσουμε την ηθική αυτουργία; Όμως με στοιχεία, παρακαλώ πολύ, όχι με στερεότυπα και προσωπικές εντυπώσεις. Όχι «έχω δει...». Όλοι έχουμε δει, κι εγώ έχω δει. Από λαμόγια μέχρι ήρωες. Από τις πιο αισχρές πράξεις μέχρι τις πιο αξιοθαύμαστες, με όλα τα ενδιάμεσα. Στο κάτω-κάτω, οι προσωπικές εντυπώσεις κι οι αοριστίες ήταν που παρουσίαζαν τους «τεμπέληδες Έλληνες» όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δίνω λοιπόν δύο έρευνες που βρήκα:


(1) Πώς ψήφιζαν οι ψηφοφόροι των δύο μεγάλων κομμάτων τα προηγούμενα χρόνια; Διαβάζω στην πτυχιακή εργασία του Michael John Kotsakas Kratsios στο Princeton ότι η εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων ΠΑΣΟΚ - ΝΔ από το 1985 ως το 2007 ανταποκρίνεται στο οικονομικό μοντέλο (δηλαδή, δεν ήταν ιδεολογικοί ψηφοφόροι)• όσο ένιωθαν ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν καλή, επιβράβευαν το κυβερνόν κόμμα ενώ στην αντίθετη περίπτωση ψήφιζαν την αντιπολίτευση. Το ενδιαφέρον όμως είναι στη διάκριση μεταξύ της ατομικής και της συλλογικής στάσης: στις εκλογές του 1996 τουλάχιστον, οι ψηφοφόροι των δύο μεγάλων κομμάτων λειτούργησαν με συλλογική και όχι ατομική έγνοια (κεφάλαιο 4, σελ. 103-104). Ψήφισαν δηλαδή αυτόν που θεωρούσαν ότι θα ωφελήσει τη χώρα, όχι την πάρτη τους.

Λοιπόν, μοιάζει ότι ο κατασυκοφαντημένος ψηφοφόρος των δύο μεγάλων κομμάτων τελικά υπήρξε πιο υπεύθυνος απ' όσο νομίζαμε – με την έννοια ότι ήταν προσανατολισμένος στο κοινό καλό («σοσιοτροπικός») παρά στην τσέπη του. Τουλάχιστον στις εκλογές του 1996. Ο κόσμος ήταν κουρασμένος τότε από τον δικομματισμό και τον Ανδρέα, οπότε έδωσε εντολή συλλογικής ωφέλειας στον Σημίτη – που έμοιαζε ελπιδοφόρος και υποσχόταν πολλά. Θυμόμαστε όλοι όμως τα σημεία και τέρατα των εκσυγχρονιστών. Αυτό δεν κολλάει καθόλου με την ερμηνεία Ματσαγγάνη, ότι ο κόσμος «τιμωρούσε συστηματικά όσους πρότειναν μεταρρυθμίσεις που θα του χάλαγαν τη βολή». Αντίθετα, ο κόσμος ήθελε αλλαγές και πραγματικές μεταρρυθμίσεις προς ώφελος όλων, ψήφισε τον Σημίτη μ’ αυτήν την ελπίδα, όμως τι έλαβε; Ολυμπιακούς Αγώνες, Άκη, Siemens, Μπόμπολα, την κοροϊδία του TAXIS, «αυτή είναι η Ελλάδα». 


(2) Πώς χτίστηκε και λειτούργησε ιστορικά η διαφθορά και οι πελατειακές σχέσεις στην Ελλάδα; Από το Political Corruption: Problems and Perspectives, του Paul Heywood, σελ. 4-5:

In other European countries, notably those in the south, particularistic and personalized social structures remained in place as financially poor and administratively inefficient central states were forced to rely on ‘regional brokers’ at local level. In most of Mediterranean Europe, where the central state was weak, these regional brokers – mafiosi in Italy, caciques in Spain, comatarhis in Greece – mediated between centre and periphery on the basis of patronage networks which served as an important mechanism of social order. Strong patron-client networks ensured that the flow of favours and benefits was anchored in personal relations between individuals, a system which the deficiencies of the state administration ensured was largely self-perpetuating … the existence of strongly entrenched clientelistic networks may contribute to the development of a path dependency, in which it becomes almost impossible to escape from what Donatella della Porta has described as the ‘vicious circles’ of clientelism-corruption-clientelism and poor administration-corruption-poor administration

 

Ούτε αυτό κολλάει με το δόγμα της λαϊκής ηθικής αυτουργίας. Αντίθετα, μοιάζει πως η διαφθορά στην Ελλάδα επιβλήθηκε από πάνω προς τα κάτω, με μια σκόπιμα ανίκανη διοίκηση κι ένα δίκτυο από comatarhis που δεν άφηναν άλλα περιθώρια στον κόσμο (almost impossible to escape). Κάθε άλλο παρά αυτό που υπονοεί ο Ματσαγγάνης, ότι η λαϊκή διαφθορά ήταν το λίπασμα για την υψηλή διαφθορά• αντίθετα, υπήρχε φάμπρικα, σύστημα για τη διαιώνιση των πελατειακών σχέσεων – προμελετημένο, καρφωτό και δουλεμένο. Η λαϊκή διαφθορά ήταν 1) αναπόφευκτη (almost impossible to escape) και 2) ο φερετζές της υψηλής πολιτικής διαφθοράς, το άλλοθί της.

Είμαι ανοιχτός να αναθεωρήσω αν προκύψουν στοιχεία περί του αντιθέτου, πάντως εδώ φαίνεται ότι υπάρχει περίπτωση βούλησης που σκόπιμα δεν υλοποιήθηκε. Υπάρχει ηθική αυτουργία που φορτώνεται στον τσιλιαδόρο, όχι στον κλέφτη, επειδή η αστυνομία κρίνει ότι ο κλέφτης θα της είναι χρήσιμος στο μέλλον, καλό είναι να βγει με αναστολή κι ας σαπίσει ο τσιλιαδόρος στη φυλακή. Προτείνω να αρχίσουν οι αρθρογράφοι να βλέπουν άλλα πράγματα, όχι κόσμο που «ξεχνάει να πληρώσει φόρους, χτίζει εξοχικά στα καμένα, πιέζει για μια θέση στο Δημόσιο» κ.λπ. Η σωστή ερμηνεία μοιάζει να είναι πιο κοντά στο παραμυθάκι του Άμπροουζ Μπιρς, Ο Τζίτζικας κι ο Μέρμηγκας:

Μια χειμωνιάτικη μέρα ένα πεινασμένο Τζιτζίκι ζήτησε από ένα Μυρμήγκι να του δώσει λίγο φαγητό από τη μυρμηγκαποθήκη.

- «Γιατί όμως», του είπε το Μυρμήγκι, «δεν αποθήκευες κι εσύ λίγο φαγητό να έχεις, αντί να τραγουδάς όλη την ώρα;»

- «Μα το ‘κανα!» είπε το Τζιτζίκι. «Το ‘κανα, πώς δεν το ‘κανα! Όμως εσείς, ρε παιδιά, μπήκατε και μου τα σηκώσατε όλα».


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

ΥΓ: Δύο ακόμα σχετικές αναρτήσεις:
Κομπιούτερ Και Φανουρόπιτες
Το Ωραίο, Το Μεγάλο, Το Αληθινό