Το Πορτραίτο Του Μωυσή

O Ζώπυρος (εξελληνισμός κάποιου περσικού ονόματος) ήταν ονομαστός φυσιογνωμιστής από τη Συρία που μπορούσε να διαβάσει τα πάντα σ' έναν άνθρωπο από το πρόσωπο κ το σώμα του. Τον αναφέρει ο Κικέρωνας κι ο Διογένης Λαέρτιος (παραθέτοντας Αριστοτέλη). Λένε πως όταν κλήθηκε να διαβάσει τον Σωκράτη, απάντησε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν άνθρωπο ανόητο, αργόστροφο, εξαρτημένο απ’ το πάθος του για τις γυναίκες. 

Οι φίλοι του Σωκράτη διαμαρτυρήθηκαν. Περιέργως (κατά Κικέρωνα κ Διογένη Λαέρτιο) τη διάγνωση του Ζώπυρου έφτασε να την υπερασπιστεί ο ίδιος ο Σωκράτης, που επιβεβαίωσε ότι πράγματι έχει αυτές τις κακίες κι ακόμα περισσότερες. Όμως έμαθε από μικρός να βάζει χαλινάρι στον εαυτό του. Nα μισεί τον εαυτό του σαν τον χειρότερο εχθρό του. 

Βέβαια, η ιστοριούλα είναι πολύ πιο διάσημη από το εβραϊκό Ταλμούδ – ουσιαστικά, η ίδια ιστορία προσαρμοσμένη διαφορετικά: 

ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ 

Όλος ο κόσμος συγκλονίστηκε από το θαύμα της εξόδου των Ισραηλιτών. Όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για τον Μωυσή. Οι φήμες φτάσαν κ στον βασιλιά του Αραβιστάν που θέλησε να δει τον Μωυσή, διέταξε τον κορυφαίο ζωγράφο του να τον βρει κ να σχεδιάσει το πορτραίτο αυτού του σπουδαίου ανθρώπου. Ο ζωγράφος βρήκε την κατασκήνωση των Ισραηλιτών στην έρημο κ έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε ν’ αποδώσει το πορτραίτο του Μωυσή. 

Ο βασιλιάς πήρε το πορτραίτο κ το έδειξε στους σοφούς φυσιογνωμιστές του. Αυτοί αποφάνθηκαν: «Εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν άνθρωπο αλαζονικό, κακούργο, πλεονέκτη, σκληρό, άνθρωπος γεμάτος κακίες». 

Ο βασιλιάς τα ‘χασε. Ο ζωγράφος ισχυριζόταν ότι έκανε καλή δουλειά, οι φυσιογνωμιστές ισχυρίζονταν ότι έκαναν καλή διάγνωση, ο βασιλιάς δεν ήξερε ποιον να πιστέψει. Μέχρι που αποφάσισε να πάει ο ίδιος να δει τον Μωυσή με τα μάτια του. 

Βρήκε την κατασκήνωση των Ισραηλιτών στην έρημο, μπήκε στη σκηνή του Μωυσή, τον προσκύνησε, κατευθείαν είδε πως ο ζωγράφος έκανε καλή δουλειά. Ρώτησε τον άνθρωπο του Θεού: «Πώς είναι δυνατόν οι φυσιογνωμιστές μου να κάναν τέτοιο λάθος; Τους νόμιζα σοφούς!»

Απάντησε ο Μωυσής: «Κανένα λάθος δεν κάναν οι φυσιογνωμιστές σου. Έχω πράγματι αυτές τις κακίες, δεν ξέρω πόσες άλλες. Έμαθα όμως να μισώ τον εαυτό μου, να του βάζω χαλινάρι, μέχρι ν’ αγαπώ σαν τον καλύτερό μου φίλο ό,τι στέκεται εχθρός μου. Να η μεγάλη περηφάνια μου» 

Η ιστοριούλα καθιερώθηκε στους σύγχρονους πανεπιστημιακούς κύκλους ως αρχαιοελληνική, εβραϊκή, όμως είμαι σίγουρος πως αν ψάξω θα τη βρω κ σε ακόμα πιο αρχαίες παραδόσεις – κινέζικες, μεσοποτάμιες, ινδικές, αιγυπτιακές, ιθαγενείς, δεν ξέρω κι εγώ τι. Βάζω στοίχημα! Αν ψάξω θα τη βρω, προσαρμοσμένη σε τοπικές κουλτούρες κ θρύλους. Ο μόνος λόγος που δεν τη ψάχνω είναι ότι πια είμαι κουρασμένος, δεν έχω κουράγια. Όμως θα είναι ουσιαστικά η ίδια ιστοριούλα. 

Ήταν ο τρόπος των αρχαϊκών να μας διδάξουν τι διαφέρουμε, εμείς οι θλιβερές μετριότητες, από τους σπουδαίους ανθρώπους όπως ο Σωκράτης κι ο Μωυσής. Όχι ότι ήταν καλύτεροι από μας. Όχι αυτό. Το ίδιο άνθρωποι όπως κι εμείς, τα ίδια σφάλματα κ τις ίδιες κακίες. Όμως αυτοί μάθαν να βάζουν χαλινάρι στον εαυτό τους. Αυτό τους κάνει σπουδαίους 

Με τα λόγια του Μωυσή από το Ταλμούδ: «Να η μεγάλη περηφάνια μου»

 

Ισπανική Διαθήκη

O Άρθουρ Καίστλερ έγραψε την Ισπανική Διαθήκη αμέσως μετά το τρίτο ταξίδι του στην Ισπανία του εμφυλίου, 1937. Τυπικά ανταποκριτής βρετανικής εφημερίδας, ουσιαστικά κατάσκοπος των κομμουνιστών, αιχμαλωτίστηκε από τους εθνοφρουρούς του Φράνκο, καταδικάστηκε σε θάνατο, πέρασε 125 μέρες φυλακή κ απομόνωση περιμένοντας συνεχώς την εκτέλεσή του. Τελικά τη γλίτωσε επειδή βρέθηκε μια διπλωματική φόρμουλα, να ανταλλαχτεί με τη σύζυγο ενός πιλότου του Φράνκο που ήταν αιχμάλωτη των Κόκκινων. Το βιβλίο έχει αμέτρητα αξιόλογα σημεία και το χιλιοσυνιστώ θερμά. Τι να πρωτοδιαλέξω;… 

Ας βάλω τη σκηνή της απελευθέρωσής του. Λοιπόν, έχουμε έναν κατάσκοπο των κομμουνιστών κι έναν εθνοφρουρό που τυχαίνει να βρεθούν δίπλα σ’ ένα αεροσκάφος, ο πιλότος του Φράνκο τον πηγαίνει στο Γιβραλτάρ (βρετανικό έδαφος) για να ανταλλαχτεί με την αιχμάλωτη σύζυγό του. Ένας μελλοθάνατος επί 4 μήνες, που έμαθε απ' την καλή κι απ' την ανάποδη κάθε τετρ. εκατοστό του κελιού του, ξαφνικά, σα ζαλισμένο κοτόπουλο, βρίσκεται στους ουρανούς: 

Ανεβήκαμε σ’ ένα πολύ μικρό αεροπλανάκι, ένα ανοιχτό Baby Douglas, σαν παιδικό παιχνίδι. Υψωθήκαμε όλο και περισσότερο, ο ορίζοντας απλώθηκε κι η Σεβίλλη μίκρυνε. O καμπαλέρο με το μαύρο πουκάμισο έσφιξε τα χείλη του – δεν άκουγα τίποτα, ίσως σφύριζε κάποιον σκοπό στον εαυτό του. 

«Πού πηγαίνουμε, σενιόρ;» φώναξα 

«Σ' άλλη πόλη, σενιόρ» φώναξε αυτός. 

Ανεβήκαμε ακόμα ψηλότερα, πλησιάζαμε μια βουνοκορφή. Άσπρα ξέφτια ομίχλης κυλούσαν γύρω μας. Ο καμπαλέρο με το μαύρο πουκάμισο έδειξε την άβυσσο κάτω μας: 

«Αυτή είναι η Εθνική Ισπανία, σενιόρ» ξεφώνισε. «Εδώ όλοι είναι χαρούμενοι» 

«Τι πράμα;» ξεφώνισα

«… χαρούμενοι», φώναξε, «χαρούμενοι κι ελεύθεροι» 

«Τι;» 

«Χαρούμενοι» 

Ήμασταν μουγκωμένοι, μόνο η μηχανή του αεροσκάφους ούρλιαζε. Οι ομίχλες κάτω ήταν κάτασπρο λιβάδι, το έδαφος εξαφανίστηκε. Ο καμπαλέρο καθόταν με τα πόδια ανοιχτά κ τον μοχλό του αεροσκάφους ανάμεσα στα γόνατα, χειρονομούσε καθώς μιλούσε: 

«Στο σύστημά σας, οι φτωχοί αγωνίζονται ενάντια στους πλούσιους. Εμείς έχουμε άλλο σύστημα. Δε ρωτάμε αν είσαι πλούσιος ή φτωχός, μόνο αν είσαι καλός ή κακός. Τόσο ο καλός φτωχός όσο κι ο καλός πλούσιος ανήκουν σε μας. Ο κακός φτωχός κι ο κακός πλούσιος δεν είναι δικοί μας. Αυτή είναι η πραγματικότητα στην Ισπανία, σενιόρ» 

«Πώς τους ξεχωρίζετε;» ξεφώνισα 

«Τι πράμα;» ξεφώνισε αυτός 

«Ρώτησα, πώς τους ξεχωρίζετε;» 

Το αεροσκάφος πήρε κι άλλο ύψος, περάσαμε τις κορφές των βουνών. Η μηχανή έκανε δαιμονισμένο θόρυβο, κάποιες στιγμές δεν άκουγα τίποτα. 

«Κατά βάθος όλοι οι Ισπανοί είναι μαζί μας», φώναξε ο καμπαλέρο με το μαύρο πουκάμισο. «Όταν οι Κόκκινοι σκοτώνουν τους δικούς μας, η τελευταία τους κραυγή είναι Βίβα Εσπάνια. Έχω δει αρκετούς Κόκκινους να εκτελούνται όμως κι αυτοί στο τέλος φώναζαν Βίβα Εσπάνια. Τη στιγμή του θανάτου όλοι μιλάν αληθινά. Δείτε, σενιόρ, πόσο δίκιο έχω» 

«Κοιτάξατε;» ξεφώνισα 

«Τι πράμα;» 

«Ρώτησα, κοιτάξατε όταν τους εκτελούσαν;» 

Πήραμε ύψος και βγήκαμε πάνω από το οροπέδιο των σύννεφων. Ο καμπαλέρο καθόταν με τα πόδια ανοιχτά και κουνούσε τα χέρια του, η μηχανή του αεροσκάφους συνέχιζε μόνη της. Δε χρειαζόταν να πούμε τίποτα, καθόμασταν στη σχεδία μας πάνω απ’ τα σύννεφα και κοιτούσαμε κάτω. 

«Όταν κάποιος πιλοτάρει έτσι ατέλειωτες ώρες», φώναξε ο άντρας με το μαύρο πουκάμισο, «σκέφτεται πολλά για τη ζωή και τον θάνατο. Οι Κόκκινοι είναι δειλοί, δεν ξέρουν πώς να πεθάνουν. Το χωράει το μυαλό σου να ‘σαι νεκρός;» 

«Πριν γεννηθούμε ήμασταν όλοι νεκροί» φώναξα. 

«Τι πράμα;» φώναξε 

«Είπα, πριν γεννηθούμε ήμασταν όλοι νεκροί». 

«Σωστό», φώναξε, «όμως τότε γιατί όλοι φοβούνται τον θάνατο;» 

«Δε φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι μόνο την ώρα του θανάτου», φώναξα 

«Σε μένα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο», αντιφώναξε ο άντρας με το μαύρο πουκάμισο. 

Ο πιτσιρικάς ο Νίκολας [συγκρατούμενος του συγγραφέα στον οποίο αφιερώνει το βιβλίο] σίγουρα δεν πέθανε αγέρωχα. Οι σύντροφοί μου στη φυλακή φοβόντουσαν πάρα πολύ την ώρα της εκτέλεσης. Τους άρεσε να παίζουν μπάλα στην αυλή, να βρίσκουν κάνα μαρουλόφυλλο για φαγητό και να ονειρεύονται τη μέρα που θα τελειώσει ο πόλεμος, να μάθουν γραφή κι ανάγνωση. Πίστευαν ότι είναι καλό κι αναγκαίο να ζήσεις, ακόμα και να αγωνιστείς για να ζήσεις, ακόμα και να πεθάνεις ώστε να ζήσουν άλλοι. Γι’ αυτό δε φοβόντουσαν τον θάνατο. Όμως φοβόντουσαν τρομερά την ώρα του θανάτου. 

Ήμουν εκεί όταν πέθαναν. Και πέθαναν μέσ’ στο κλάμα, ικετεύοντας μάταια για βοήθεια, αδύναμοι εντελώς, τρέμοντας, έτσι όπως πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ο θάνατος είναι πολύ άγριο πράγμα και δεν πρέπει να γίνεται μελόδραμα. Ο Πιλάτος δεν είπε «ιδού ο ήρωας», είπε «ιδού ο άνθρωπος» 

Διαβάστε την Ισπανική Διαθήκη απ’ τις παλιές εκδόσεις Άγκυρας, ή ως Διάλογος με τον Θάνατο απ’ τις παλιές εκδόσεις Χατζηνικολή. Αν το βρείτε, αρπάξτε το σαν θησαυρό, αξίζει. Είναι μεγάλο βιβλίο. Και δε φτάνει μια ανάγνωση, θέλει διάβασμα κ ξαναδιάβασμα. Αν κάποιος ενδιαφέρεται μπορώ να του το στείλω (στ' αγγλικά)

*  *  *  *  * 

Ας κλείσουμε με κάτι όχι άσχετο με τον ισπανικό εμφύλιο, ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη που έμεινε σχετικά άγνωστο – τη Δραπετσώνα και το Βρέχει στη Φτωχογειτονιά τα ξέρουν όλοι, το Antonito el Camborio κατάφερε να περάσει απαρατήρητο! Ποίημα του Λόρκα, απόδοση οδυσσέα ελύτη, εδώ σε αγγλική μετάφραση, εδώ για την ιστορία του ανθρώπου πίσω απ’ το τραγούδι:  

 

 

 

Τα Παραμύθια Λένε Πάντα Την Αλήθεια

Παραδοσιακό ιρλανδικό παραμύθι, πολύ γοητευτικό, ίσως λέγεται ως τις μέρες μας. Το αποδίδω με κάποιες ελευθερίες, εξάλλου συνεχώς το βρίσκεις σε μικρές παραλλαγές: 

Μια φορά κι έναν καιρό, τέσσερις γενναίοι πολεμιστές του τάγματος των Fianna (περίφημο τάγμα ιπποτών της αρχαίας Ιρλανδίας) βγήκαν για κυνήγι στο μεγάλο δάσος: ο Ντέρμοτ, ο Κόναν, ο Όσκαρ κι ο Γκαλ. Η μέρα περνούσε χωρίς κανένα θήραμα, οι πολεμιστές ξεμάκραιναν όλο και βαθύτερα, το μεγάλο δάσος τους ρούφαγε, μέχρι που κάποια στιγμή χάθηκαν οριστικά, καταπεινασμένοι και κατακουρασμένοι. Η μέρα έσβηνε, ερχόταν το σούρουπο και το σκοτάδι…. 

«Ας κατασκηνώσουμε κάπου να βγάλουμε τη νύχτα κι αύριο το πρωί, με το φως του ήλιου, ψάχνουμε το δρόμο για το στρατόπεδο» είπαν. Όμως μετά από λίγο, μέσ’ στα σκοτάδια, είδαν ένα μακρινό φως. 

«Μια αγροικία! Πάμε να ζητήσουμε φιλοξενία!»  

Οι πολεμιστές κίνησαν προς το φως, φτάσαν σ’ ένα ξύλινο καλυβάκι κ χτύπησαν την είσοδο κατάκοποι. Όταν άνοιξε η πόρτα αντίκρισαν έναν ασπρομάλλη Γέρο και μια αστραφτερή Κόρη, ομορφότερή της δεν είχαν ξαναδεί. «Εεεε….» κατάφεραν να βρουν τη μιλιά τους οι πολεμιστές, «είμαστε ιππότες των Fianna, χαθήκαμε στο δάσος, ζητάμε φιλοξενία για τη νύχτα» 

«Ελάτε Ντέρμοτ, Κόναν, Γκαλ και Όσκαρ, καλοδεχούμενοι!» τους απάντησε ο Γέρος με τα ονόματά τους. «Μόλις έγινε και το φαγητό!» 

Οι πολεμιστές μπήκαν σ’ ένα δωμάτιο με τζάκι (χωρίς να παίρνουν τα μάτια τους από την Κοπέλα). Ένα τσουκάλι με σούπα στη φωτιά του τζακιού, στρωμένο τραπέζι, ενώ στη γωνιά κούρνιαζαν μισοκοιμισμένα ένα Κριάρι και μια μαύρη Γάτα. 

«Καθίστε και ξεκουραστείτε, τέλειωσαν οι κόποι σας γι’ απόψε!» τους είπε ο Γέρος κι έγνεψε στην Κοπέλα να ετοιμάσει χορταστικές μερίδες που να αρμόζουν στους Fianna της Ιρλανδίας. Τους σέρβιραν και κατόπιν οι οικοδεσπότες αποσύρθηκαν σε διπλανό δωμάτιο. 

Καθώς όμως οι πολεμιστές ετοιμάζονταν να χορτάσουν την πείνα τους, το Κριάρι σηκώθηκε ξαφνικά, μ’ ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στο τραπέζι και τους κοίταξε αγριεμένο. «Φύγε από δω!» είπαν αυτοί αλλά το ζώο δεν έπαιρνε από λόγια. Οι πολεμιστές πήγαν να το αρπάξουν, όμως το Κριάρι σώριασε τον έναν με μια κουτουλιά, τον άλλον με μια ακόμα, τον τρίτο με μια τρίτη, τον τέταρτο με μια τέταρτη, μέχρι που στο τέλος οι Fianna βρέθηκαν σωριασμένοι στις γωνιές του δωματίου. 

Ο Γέρος άκουσε τη φασαρία κι ήρθε να δει τι συμβαίνει, «ωχ, το Κριάρι μας έκανε πάλι τα δικά του… για ανέλαβε εσύ» είπε στη μαύρη Γάτα. Αυτή σηκώθηκε ήσυχα και γαντζώθηκε απαλά στο λαιμό του Κριαριού. Το ζώο κατευνάστηκε κι η Γάτα το οδήγησε πειθήνια στη γωνιά του. 

Οι πολεμιστές σηκώθηκαν ταραγμένοι: «Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία σας όμως δεν μπορούμε να μείνουμε πια, ταπεινωθήκαμε! Είναι δυνατόν εμείς, τέτοιοι ονομαστοί πολεμιστές, να νικηθούμε από ένα κριάρι;» 

«Ηρεμήστε», απάντησε ο Γέρος, «το Κριάρι αυτό δεν είναι κοινό ζώο. Το Κριάρι είναι ο Κόσμος. Δεν μπορείτε να τον νικήσετε, κανείς δεν μπορεί, όσο δυνατός και να ‘ναι» 

«Κι η Γάτα;» 

«Η Γάτα είναι το μόνο που μπορεί να νικήσει τον Κόσμο: ο Θάνατος. Απολαύστε τώρα το φαγητό σας και μη νιώθετε ντροπή, αντίθετα, να το παινεύεστε που τουλάχιστον προσπαθήσατε να αναμετρηθείτε με τη δύναμη του Κόσμου». 

«Δηλαδή απόψε θα μείνουμε στο ίδιο σπίτι με τον Θάνατο;» 

«Μην ταράζεστε, όσο είμαι εγώ εδώ η Γάτα θα κάθεται ήσυχη στη γωνιά της» 

Οι πολεμιστές συνήλθαν, ηρέμησαν κι η πείνα τούς έκανε να ξεχάσουν γρήγορα την προηγούμενη περιπέτεια. Τέλειωσαν το φαγητό κι ήρθε η ώρα του ύπνου. 

«Το σπίτι μας είναι μικρό», είπε ο Γέρος, «κι εγώ είμαι μεγάλος. Κοιμάμαι πάντα εδώ, στο τζάκι – στην ηλικία μου έχω κάποιες ανάγκες, χρειάζομαι χώρο. Οπότε δε μένει παρά να σας στρώσουμε στο δωμάτιο της Κόρης. Βέβαια, κανονικά δεν αφήνω άντρες στο δωμάτιό της, όμως τέσσερις πολεμιστές των Fianna είναι υπεράνω πάσης υποψίας». 

Τους έστρωσαν λοιπόν στο διπλανό δωμάτιο, οι πολεμιστές ξάπλωσαν κι αμέσως η κούραση της ημέρας άρχισε να βαραίνει τα μάτια τους. Μετά από λίγο μπήκε η Κοπέλα, έβγαλε τα ρούχα της και ξάπλωσε στο δικό της κρεβάτι. Οι πολεμιστές ξύπνησαν κατευθείαν. 

Πρώτος βρήκε το κουράγιο ο Κόναν και πλησίασε: «Όμορφη κοπέλα που τα μαλλιά σου είναι σαν τη νύχτα και το πρόσωπό σου σαν το φεγγάρι, έλα να γίνεις δική μου απόψε» 

«Γύρνα πίσω στο κρεβάτι σου, Κόναν! Ήμουν κάποτε δική σου και δε θέλω καθόλου να ξαναγίνω!» Ο Κόναν επέστρεψε απογοητευμένος. 

Κατόπιν πήρε πρωτοβουλία ο Όσκαρ: «Τα χέρια σου είναι φτερά γλάρου και τα μάτια σου πολύτιμα πετράδια, δώσ’ μου το δώρο της αγκαλιάς σου». 

«Όσκαρ, να γυρίσεις πίσω! Κάποτε άνηκα και σε σένα όμως με κακομεταχειρίστηκες! Δε σου ανήκω πια!» Ο Όσκαρ γύρισε στο κρεβάτι του με την ουρά στα σκέλια. 

Ο Γκαλ ήταν ο επόμενος που δεν άντεξε: «Δεν υπάρχει πιο όμορφη από σένα, θα ‘δινα τα πάντα να ξαπλώσω στο κρεβάτι σου αυτό το βράδυ» 

«Αυτό το βράδυ θα ξαπλώσεις στο δικό σου κρεβάτι, Γκαλ!» είπε η Κόρη αυστηρά, «γιατί και σε σένα κάποτε άνηκα! Όμως τη χοντροκοπιά σου δε θέλω ούτε να τη σκέφτομαι, δες τι αναμνήσεις μου άφησες!» Ο Γκαλ επέστρεψε με το κεφάλι σκυμμένο. 

Τελευταίος σηκώθηκε ο Ντέρμοτ. «Πού νομίζεις ότι πας;» ρώτησε η Κοπέλα. 

«Να ζητήσω τον έρωτά σου, η ομορφιά σου λάμπει στο σκοτάδι σαν το φως του κεριού». 

«Αχ Ντέρμοτ, εσύ πάντα ήσουν ο αγαπημένος μου! Μου έλειψες! Όμως δεν μπορώ να γίνω δική σου. Και σε σένα άνηκα κάποτε, πόσο νοσταλγώ τις μέρες που περάσαμε μαζί! Γιατί είμαι η Νιότη κι έρχομαι στους ανθρώπους μόνο μία φορά. Έτσι είναι ο νόμος». Ο Ντέρμοτ παραδέχτηκε την ήττα του κι ετοιμάστηκε να γυρίσει στο κρεβάτι. 

«Όμως μπορώ να σου κάνω ένα δώρο» τον σταμάτησε η Νιότη. Κατόπιν έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο. «Από τώρα και στο εξής θα είσαι ακαταμάχητος στις γυναίκες, καμιά δε θα μπορεί να σου αντισταθεί. Γιατί έχεις το σημάδι της Νιότης στο πρόσωπό σου. Χρησιμοποίησέ το σοφά και έντιμα» 

Την άλλη μέρα με το που έφεξε, ο Γέρος έδειξε στους πολεμιστές την κατεύθυνση για το στρατόπεδό τους. Οι Fianna ευχαρίστησαν, αποχαιρέτισαν, πήραν το δρόμο του γυρισμού. Και μετά όλοι έβλεπαν πως οι γυναίκες δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν στον Ντέρμοτ, τον ερωτεύονταν κεραυνοβόλα. Όλοι λέγαν γι’ αυτόν: έχει το σημάδι της αγάπης στο πρόσωπό του. 

*  *  *  *  *  * 

Είχα παλιά την ιστοριούλα σε συλλογή Παραμύθια από Όλο τον Κόσμο. Τώρα με το ίντερνετ βρίσκεις πολλά, το παραμύθι ανήκει σε αρχαίο μυθολογικό κύκλο της Ιρλανδίας. Ο Ντέρμοτ της ιστορίας είναι ο Diarmuid Ua Duibhne, «αυτός με το σημάδι της αγάπης», αρχαίος θεός της προ-χριστιανικής Ιρλανδίας μ’ αρκετούς θρύλους και μύθους – που τελικά δεν χρησιμοποίησε σοφά το δώρο της Νιότης, έφαγε το κεφάλι του… 

Πώς πρέπει να διαβάσουμε το παραμύθι; Τυπικά, έλκει την καταγωγή του από τον 2ο – 4ο αιώνα μ.Χ. Όμως υποψιάζομαι (χωρίς αποδείξεις) ότι είναι πολύ πιο αρχαίο, κάτι που έφτασε ως τις μέρες μας και μυθολογήθηκε στον κύκλο του Ντέρμοτ. 

Διότι ταυτίζει τον κόσμο με τον Κριό, κι η εαρινή ισημερία έφυγε απ’ τον Κριό τον 1ο αιώνα π.Χ. Υποψιάζομαι ότι είναι κάτι που έρχεται από εποχές Φρίξου και Έλλης, κι αυτοί ζούσαν σε κόσμο εαρινής ισημερίας στον Κριό (στο χρυσόμαλλο δέρας του) 

Μετά ήρθε άλλος Θεός από τον Ντέρμοτ, το θεό του Κριού. Ο καινούργιος Θεός είχε αρχικό σύμβολο τον Ιχθύ, θρυλικά γεννημένος από Παρθένο (= εαρινή ισημερία στους Ιχθείς, αντιδιαμετρική φθινοπωρινή ισημερία στην Παρθένο), με παραδοσιακά γενέθλια στις 25 Δεκεμβρίου και παραδοσιακή σύλληψη στις 25 Μαρτίου (25 Δεκ – 25 Μαρ = 9 μήνες, μια τυπική εγκυμοσύνη). Ήρθε ο Θεός των Ιχθύων και πρέπει να φύγουν οι θεοί του Κριού. 

Αριστοτέλης από τα Μεταφυσικά: Οι μακρινοί πρόγονοι μάς παρέδωσαν έναν αρχαίο θησαυρό με μορφή μύθου, ότι οι θεοί κάποτε ήταν ουράνια σώματα. Τα υπόλοιπα προστέθηκαν αργότερα, μύθοι και θρύλοι, προκειμένου να αντιστοιχούν στην κατανόηση των πολλών. 

Βέβαια, η ανακάλυψη της μετάπτωσης των ισημεριών καθιερώθηκε να πιστώνεται στον Ίππαρχο (150 π.Χ.). Όμως σήμερα έχει γίνει διάτρητη αυτή η πίστωση – οι αρχαϊκοί ξέραν πολύ καλά τη μετάπτωση των ισημεριών, χιλιετίες πριν τον Ίππαρχο.  

Αυτά διαβάζω στο παραμύθι, χωρίς αυστηρές αποδείξεις

Τα παραμύθια λένε πάντα την αλήθεια

*  *  *  *  *  * 

Ας κλείσουμε με κάτι ιρλανδικό: Johnny I Hardly Knew Ye

 

 

 

Ζαρτουστί

Συχνά–πυκνά παρακολουθώ ένα μπλογκ στο ίντερνετ (κι όμως, υπάρχουν ακόμα μπλογκ!), έναν Ζωροάστρη ιερέα που πέτυχα τυχαία (κι όμως, υπάρχουν ακόμα Ζωροάστρες! κάπου 200.000 στο Ιράν, στο Γκουτζαράτ της Ινδίας και διασπορά, βρήκα μια μικρή ζωροαστρική κοινότητα στην Ελλάδα) 

Διάβασα άφθονα κείμενα, άρθρα, συζητήσεις και papers σύγχρονων Ζαρτουστί («Ζωροαστρών»). Πολλά μου κάνουν εντύπωση. Ένα απ’ αυτά, πόσο εκτιμούν τον Τόλκιν κ το έπος που έγραψε, τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Ο άγνωστος φίλος μου, ο Ζωροάστρης ιερέας, δίνει την αίσθηση πως έχει τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών δίπλα στην Αβέστα.  

Όλοι ξέρουμε πως ο Τόλκιν ήταν ευσεβής Καθολικός. Όμως οι Ζαρτουστί τον νιώθουν δικό τους. Τον αγαπάν πολύ. Ως λάτρης του Τόλκιν προς συν-λάτρες του Τόλκιν, μόνο να χειροκροτήσω μπορώ. 

Μα είναι δυνατόν Ζωροάστρες να θαυμάζουν αλλόπιστους; Φυσικά και είναι! Έχει ξαναγίνει! Κατά Ματθαίον 2: Όταν γεννήθηκε ο Ιησούς … έφτασαν στα Ιεροσόλυμα σοφοί μάγοι από την Ανατολή και ρωτούσαν: «Πού είναι ο νεογέννητος βασιλιάς των Ιουδαίων; Είδαμε ν’ ανατέλλει το άστρο του και ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε» 

(μάγος, ελληνοποίηση του περσικού magush, Ζωροάστρης ιερέας με συνδηλώσεις «ισχυρού», «δυνατού» – όπως κι η λέξη παράδεισος, ελληνοποίηση του περσικού pairidaēza, «περιφραγμένος κήπος») 

Αναγκαστικά πρέπει να βάλω λινκ (μακάρι να μην κάνω λάθος). Εδώ ο άγνωστος φίλος μου, ο Ζωροάστρης ιερέας, κατηχεί τους πιστούς σε μια κεντρική έννοια της ζωροαστρικής θρησκείας, την Daena (τυπικά, οι πανεπιστημιακοί μεταφράζουν «συνείδηση»):  

Θα ήθελα να κλείσω με το παρακάτω απόσπασμα: 

ΠΙΠΠΙΝ: Δε φανταζόμουν πως θα τελειώσει έτσι 

ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Θα τελειώσει; Όχι, το ταξίδι δεν τελειώνει εδώ. Ο θάνατος είναι ένας ακόμα δρόμος, όλοι θα τον περπατήσουμε. Τραβιέται η σταχτιά κουρτίνα του κόσμου τούτου. Τότε το βλέπουμε 

ΠΙΠΠΙΝ: Ποιο πράγμα; Γκάνταλφ, τι βλέπουμε; 

ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Λευκές ακτές… πιο πέρα, μια καταπράσινη χώρα κάτω από μια λαμπρή ανατολή

ΠΙΠΠΙΝ: Να σου πω, δεν ακούγεται και τόσο άσχημο 

ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Όχι… Καθόλου άσχημο

 

 

Οι κατηχητές των νιάτων μας κι οι θεολόγοι στο σχολείο δε μας τα εξηγούσαν τόσο γοητευτικά... Τελικά υπάρχει λόγος που οι λέξεις μάγος, μαγεία, παράδεισος είναι Περσικές

Βρύση με νερό στον Βόλο

10/9/23: Η βρύση στο παρκάκι Γιάννη Δήμου με Κουντουριώτου, καθώς κι η βρύση στην παιδική χαρά της Μεταμόρφωσης δείχνουν πλέον να βγάζουν συνεχώς νερό 

Αν είστε Βόλο, η βρύση κάτω απ' τον Άγ. Γεώργιο, προς τις Αηδονοφωλιές, δείχνει να βγάζει νερό 24 ώρες το 24ωρο (νερό με χρώμα).

Στιχάκι Κόντρα Στον Μάνο Χατζιδάκι

Η επαναστατική οργάνωση ΑΜΑΧΟΙ (Αντίσταση στον ΜΑνο Χατζιδάκι Όλοι) κοινοποιεί μέσω του μπλογκ το τελευταίο της μανιφέστο, ένα στιχάκι κόντρα στον Μάνο Χατζιδάκι. Λαέ πολέμα, σου πίνουνε το αίμα. Τραγουδήστε το με κέφι πάνω στη μελωδία του γνωστού χατζιδακικού τραγουδιού: 

 

Ουρανέ, εκατόν σαράντα «ναι»! 

Ουρανέ, φίλε κι αδερφέ! 

Πώς ν’ αρκεστώ σ’ άλλης αγκαλιάς τη στοργή; 

Ψευτοστοργή, μάταιη, φτηνή. 

Ν’ αναλωθώ στης ζωής το φως το ξανθό; 

Φως σκοτεινό, υποσελήνιο. 

 

Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό τον ποθητό 

Κι ακούω μια φωνή, καμπάνα μακρινή, 

Να με παρακινεί. 

Την αρνήθηκα, πολύ συχνά την απαρνήθηκα, 

Μα μένει πάντα εκεί, τέτοια υπομονή 

Δεν είχα φανταστεί. 

 

Ουρανέ, χίλια πεντακόσια «ναι»! 

Ουρανέ, φίλε μου πιστέ! 

Δεν πρόδωσες, κι ας σε πρόδωσα εγώ 

Πώς ντρέπομαι... και σ’ ευχαριστώ 

Δεν έφυγες, κι ας σου έφυγα εγώ 

Ήμουν μακριά, μα ήσουν κοντά. 

 

Κάθε δειλινό, μαζί με έναν Πρίγκηπα Μικρό 

Αναστενάζουμε, στον ουρανό κοινό 

Έχουμε μυστικό. 

Ό,τι γήινο δεν είναι αρκετό για μας τους δυο 

Αλλού χτυπά η καρδιά, σ’ αστέρια μαγικά 

Έτη φωτός μακριά. 

 

Ουρανέ, είκοσι χιλιάδες «ναι»! 

Ουρανέ, έρωτα κρυφέ! 

Κι αν μητριά μου πράγματι είναι η γη 

Το πατρικό τ’ απολησμονώ 

Να προσφερθώ σαν τη νύφη στον γαμπρό 

Αφήνομαι, άλμα στο κενό. 

 


 

Κάθε δειλινό πετώ σε τόπο αστρονομικό 

Να γίνω φαγητό, να καταβροχθιστώ 

Από τον ουρανό. 

Ν’ αφιερωθώ σε σένα μόνο θέλω, ουρανέ 

Μεγάλε μου αδερφέ, δεν είσαι συ για με, 

Εγώ είμαι για σε. 

 

Ουρανέ, ένα εκατομμύριο «ναι»! 

Ουρανέ, φίλε ηρωικέ! 

Αυτοί π’ αρέσκονται στη μάνα γη: 

Μαμόθρεφτοι κι ανουράνιοι. 

Ανήρωες, στα φουστάνια της μαμάς 

Είναι μικροί, δεν είναι για μας. 

 

 («ανήρωας» = α στερητικό + ήρωας, «ανουράνιος» = α στερητικό + ουρανός)

 

Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι

Mικρός φόρος τιμής:

Ο Φώτης εμφανίστηκε στους δρόμους του Βόλου τη δεκαετία του ’70. Μόνιμα άπλυτος, ξερακιανός, αξύριστος, ακούρευτος, στη μικρή κοινωνία του Βόλου όλα γίνονται γνωστά: παλιός τσαγκάρης και πωλητής παπουτσιών, κάπου στα 40 του έκλεισε το μαγαζί, έφτιαξε ένα καλύβι σ’ έναν λόφο έξω απ’ την πόλη, ζούσε με τα νυχτοπούλια και τ’ αλανιάρικα σκυλιά, περιδιάβαινε την πόλη του Βόλου και μιλούσε με τον κόσμο: ’Γεια σου Φώτη’, ’Γεια σου φίλε μου’. Ένας απ’ τους διάφορους λοξούς που περπατούσαν ατέλειωτα στην πόλη.

Πρώτη φορά το άκουσα απ’ τον πατέρα μου τη δεκαετία του ’80, κάποτε είπα: ’...ο Φώτης, ο τρελός που περπατά στην πόλη κ.λπ.’. Ο πατέρας μου νευρίασε: ’Γιατί τον λες τρελό! Πες ιδιόρρυθμος. Τι σ’ ενοχλεί ο Φώτης; Δεν ενοχλεί κανέναν’

Eίχε δίκιο. Χρειάστηκε χρόνος να το καταλάβω, ξεγελούσε η εμφάνισή του Φώτη (άπλυτος, ακούρευτος κ.λπ.). Όμως ποτέ δεν πίεζε, δε ζητούσε τίποτα, μόνο αν εσύ του προσέφερες. Πάντα ευγενικός και φιλικός: ’γεια σου φίλε μου’. Ικανός να πεθάνει απ’ την πείνα παρά να σε πιέσει ζητώντας κάτι.    

Κατόπιν άρχισα να τ’ ακούω από όλο και περισσότερους Βολιώτες: ’Μην τον λες τρελό! Ποιον ενοχλεί ο Φώτης; Δεν ενοχλεί κανέναν!’ Πολλοί χαιρόμασταν να τον συναντάμε στο δρόμο, να τον κερνάμε κάνα φρούτο, κάνα γλυκό, κάνα κουλούρι (χωρίς ο ίδιος να ζητήσει) και να μιλάμε λίγο μαζί του. Αυτός δίδασκε για την αγάπη του Θεού, για την ομορφιά του κόσμου. Κάποιες ταβέρνες του κλείναν το μάτι, ’έλα τ’ απόγευμα που θα φύγει ο κόσμος, κάτσε στη γωνιά, θα σου δώσω φαγητό’. Έγινε ένοχο μυστικό πολλών μας: χαιρόμασταν να τον συναντάμε, να μιλάμε μαζί του, να τον κερνάμε ό,τι έχουμε (χωρίς αυτός να ζητήσει), ’γεια σου Φώτη!’, ’γεια σου φίλε μου!’      

Μικρή αποκάλυψη: έχω ενδείξεις ότι τη δεκαετία του ’80, η τοπική Νέα Δημοκρατία έκανε απόπειρα να προσεταιριστεί τον Φώτη και την αυξανόμενη συμπάθειά του στους Βολιώτες. Νομίζω, τα παράτησε όχι επειδή ο Φώτης ήταν αριστερός αλλά επειδή ήταν εντελώς ηλίθιος. Δεν καταλάβαινε για πιο λόγο να ωφεληθεί. Αν τον αναδείκνυες θα αδιαφορούσε Αν του ’δινες λεφτά θα τα μοίραζε. Του 'φτανε να θαυμάζει το όμορφο ηλιοβασίλεμα (αυτά δεν τα καταλαβαίνουν οι Νέες Δημοκρατίες του κόσμου τούτου). Μιλάμε για τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι! Ο ίδιος δεν συνειδητοποίησε τίποτα (όμως μη χαίρεστε οι αριστεροί: έχετε ανάγνωση για Ηλίθιους του Ντοστογιέφσκι;... α μάλιστα, δεν έχετε)

Στα παραπάνω, το ’ηλίθιος’ να εκληφθεί ως παράσημο, τιμητικό.

Μια νύχτα καθόμαν σ’ ένα πάρκο με την παιδική φίλη μου τη Λ. Μέσ’ στο σκοτάδι πλησιάζει μια μορφή. Η Λ. τεντώθηκε: ’κάποιος έρχεται...’. Κοιτάζω: ’είν’ ο Φώτης’. Η Λ. χαλάρωσε: ’α εντάξει, αν είν’ ο Φώτης δεν ανησυχώ!’. Αυτός έκανε τη βόλτα του, πέρασε, χαιρετηθήκαμε (’γεια σου Φώτη!’, ’γεια σας φίλοι μου!’) και συνέχισε.

Εκεί ήταν που άρχισα να παρατηρώ πόσο καλή παρουσία ήταν ο Φώτης στις κυρίες παρόλη την αγριάδα της εμφάνισής του. Οι κυρίες αισθάνονταν άνετα με τον Φώτη, κι αυτός πάντα αβρός, τις έδινε και λουλούδια

Να καταθέσω κάτι. Το 2011 ήμαν στην Ασία και διάβαζα για την κρίση στην Ελλάδα. Ένα βράδυ αναρωτήθηκα: ’τι να κάνει άραγε ο Φώτης; Άραγε ζει;’ Έψαξα στο ίντερνετ, δε βρήκα τίποτα. Ζωντανός ή νεκρός δεν ξέρω, καταλαβαίνω πως η Ελλάδα περνά δύσκολες στιγμές.  

Μετά έναν χρόνο, το 2012, αναρωτήθηκα πάλι, ’τι να κάνει ο Φώτης;’. Ψάχνω στο ίντερνετ, βρίσκω ένα σωρό άρθρα σε Βολιώτικες εφημερίδες, βιντεάκια στο YouTube, συνεντεύξεις δημοσιογράφων, τεκμήρια διάφορα:

1) "Καλημέρα ομορφούλα. Το πρόσωπό σου είναι πιο λαμπερό από τον ήλιο. Χρόνια πολλά και να ξέρεις ότι στους δρόμους της πατρίδας μας κυκλοφορούν εκατομμύρια άγγελοι... Εκατομμύρια! Να το θυμάσαι". 

2) "Κυρία, στο δρόμο προχθές περπατούσα με τη μητέρα μου και ένας φτωχός μας έδωσε λεφτά!"

3) Ο Φώτης στο λεωφορείο μοιράζει λουλούδια στις κυρίες

4) Μιλά για τη ζωή του

Κοίτα να δεις, οι Βολιώτες ανακάλυψαν τον Φώτη! Φυσικά, τον ξέραν χρόνια όμως πάντα ως συμπαθητικό σκυλάκι που το χαϊδεύεις, παίζεις λίγο και μετά τ’ αφήνεις, έχεις σημαντικότερα πράγματα.

Ξαφνικά, μέσ’ στην κρίση, οι Βολιώτες ανακάλυψαν μεγαλείο στον Φώτη! Εγώ τα ’χω όλα, σπίτι, δουλειά, χρήματα, γυναίκα, παιδί, μαγαζί, αυτοκίνητο, όμως χαρούμενος δεν είμαι. Αυτός δεν έχει τίποτα όμως είναι χαρούμενος. Τι δεν πάει καλά;

Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε το Πάσχα του 2017 στο νοσοκομείο του Βόλου. Μια μέρα τον Φώτη τον βρήκαν αναίσθητο από εγκεφαλικό. Είχαμε τη μαμά στον ένα θάλαμο που πέθαινε, στο διπλανό θάλαμο ο Φώτης πέθαινε κι αυτός (‘τι πιθανότητες έχει;’ ρωτούσα τις νοσοκόμες, ’ακόμα κι αν τη βγάλει καθαρή απ’ το εγκεφαλικό, τόσο γέρος άνθρωπος πρακτικά δε ζει πολύ’ λέγαν). Εκείνο το Πάσχα του ’17 έμεινε αξέχαστο. ’Πώς πάει, βρε Φώτη;’ τον έλεγα, ’δες κάγκελα! Κάγκελα! Παντού κάγκελα!’ χτυπούσε το δάχτυλο στα σίδερα του νοσοκομειακού κρεβατιού. ’Θέλω να γυρίσω στο τσαρδάκι μου!’

Το νοσοκομείο υπήρξε εμπειρία φυλακής για τον Φώτη. Ξυπνώ και βλέπω κάγκελα γύρω στερεομένα και με ορούς ιατρικούς τα χέρια τρυπημένα. Δεν πρέπει να πεθαίνει έτσι ο κόσμος, σε νοσοκομείο, με φάρμακα κι ιατρικά μηχανήματα, αυτό είναι έκτρωμα... 

Ο ίδιος κάπως αλλιώς ονειρευόταν τον θάνατό του, πάντως όχι σε ιατρική φυλακή μετά από 40 χρόνια ελευθερίας. Οι νοσοκόμες αναγκάζονταν να τον ταΐζουν ηρεμιστικά για να καλμάρει. ’Πού είν’ ο Θεός;’ τις ρωτούσε, ’ο Θεός είναι παντού!’ δίναν αυτές την τυπική απάντηση, ’εκεί είν' ο Θεός!’ έλεγε κι έδειχνε το Πήλιο στο παράθυρο. Μια μέρα θύμωσε τόσο που θέλησε να ευχηθεί σ’ όλους τους ασθενείς του νοσοκομείου, τον πήρα με τον ορό και γυρνούσαμε τους θαλάμους έναν έναν, αυτός ευχόταν σε κάθε ασθενή. Μιλάμε για τέτοιο θυμό! Χώρια που μας δίδαξε ότι τις κυρίες πρέπει να τις φιλάμε πάντα τρις, ποτέ εις (’μια φορά για τον Πατέρα, μια για τον Υιό και μια για το Άγιο Πνεύμα’). Για να το λέει ο Φώτης κάτι ξέρει, του έχω εμπιστοσύνη.         

Μετά από δυο μέρες, γράψαν οι τοπικές εφημερίδες ότι ο Φώτης διαμετακομίστηκε. Άρχισε να πλακώνει κόσμος στο νοσοκομείο, πάρα πολλοί θέλαν να του φέρουν κάποιο δωράκι, κάποιο φρούτο, να κουβεντιάσουν λίγο μαζί του. Ο Φώτης μετακόμισε στο διάδρομο μιλώντας για ώρες με τον κόσμο που ερχόταν να τον δει. Ήταν σχεδόν θρησκευτικό το φαινόμενο, κάποια στιγμή έπιασα έναν ενοχλημένο τραυματιοφορέα να λέει σ’ έναν παππού:

- Τώρα δηλαδή γιατί ήρθες;   

- Να του πω μια καλημέρα.

- Βρες πνευματικό! Αυτός μπορεί να σε σώσει απ’ την αμαρτία, ο Φώτης δεν μπορεί να σε σώσει απ’ την αμαρτία.  

- Μα να του πω μια καλημέρα θέλω και να καθίσω λίγο μαζί του!

Ο παθολόγος του νοσοκομείου και πατέρας διακεκριμένου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε φυσικά να βγάλει φωτογραφία αγκαλιά με τον Φώτη, να τη δημοσιεύσει στις εφημερίδες διαβεβαιώνοντας πως έχει την καλύτερη περίθαλψη και φροντίδα (την ίδια στιγμή που ο Φώτης ήταν παρατημένος στο φουαγιέ του νοσοκομείου κι αναίσθητος απ’ τα ηρεμιστικά). Βέβαια, φωτογραφίζω... Μισή ντροπή δική μου, μισή ντροπή δική του. Λέγομαι Ηλίας Μπένης, αν είναι να ψηφίσετε Νέα Δημοκρατία τότε χίλιες φορές να ψηφίσετε ΣΥΡΙΖΑ, όμως ορισμένα πράγματα πρέπει να μένουν έξω από κομματικές εκμεταλλεύσεις.

Ο Φώτης δεν κατάλαβε τίποτα. Τουλάχιστον χάρηκε με τον κόσμο που ήρθε να τον δει, δίδαξε για ομορφιά, για τους αγγέλους που είναι παντού, για την αγάπη του Θεού (επίσης για τις κυρίες που πρέπει να φιλιούνται τρις, ποτέ εις) κι όλο νοσταλγούσε το τσαρδάκι του.

Κατόπιν τον πάρκαραν σε γηροκομείο του Βόλου. Ήταν πια στα τελευταία του. Πληροφορήθηκα το φινάλε στις εφημερίδες: ο κόσμος συνέχισε να πηγαίνει στο γηροκομείο για να μιλήσει με τον Φώτη και να καθίσει λίγο μαζί του, οι υπάλληλοι του γηροκομείου συγκινήθηκαν με τα μαθήματα ζωής που δίδασκε δεξιά κι αριστερά μέχρι τις τελευταίες του ώρες. Σίγουρα ο ίδιος ονειρευόταν διαφορετικό θάνατο, όχι τη φυλακή που έζησε, όμως ακόμα και τη φυλάκισή του ο Φώτης την έκανε δημιουργική (μπράβο Φώτη). Μετά από λίγο πέθανε. Η τοπική Μητρόπολη φρόντισε να εκμεταλλευτεί κι αυτή τον θάνατό του – κατά τη γνώμη μου, ντροπή της.        

Ο θάνατος του Φώτη

Οι Βολιώτες τον ξέρετε. Όσοι δεν τον ξέρετε, κάντε το πείραμα, ρωτήστε όποιον (παλιό) Βολιώτη θέλετε για τον Φώτη: παρατηρήστε πώς μαλακώνει το πρόσωπό του, με πόση συμπάθεια τον θυμάται.  

Να βάλω σ’ όλους σας το Τεστ του Φώτη: στη χώρα της φέτας και του ελαιόλαδου, στη χώρα της γαλανόλευκης, μπορείτε να σκεφτείτε έναν άνθρωπο που δεν γκρινιάζει και δε νευριάζει; Που όλα τα βλέπει όμορφα; Έναν εντελώς Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι; Ακριβέστερη διατύπωση: έχετε ζήσει οτιδήποτε άλλο στους Έλληνες εκτός από μόνιμη γκρίνια, θυμό, οργή, μεμψιμοιρία, σκύλιασμα, τσατίλα, άγχος, παράπονα, πείσμα; Γαλανόλευκη η θωριά σου και φαντάζεις μέσ’ στο νου, σαν τη μίρλα σαν τα νεύρα του πελάου και τ’ ουρανού    

Οι Βολιώτες μπορείτε να θυμηθείτε μια φορά τον Φώτη να γκρινιάζει ή να θυμώνει; Όχι έτσι;... Ούτε εγώ μπορώ. 

Ο Φώτης επί 40 χρόνια έζησε σ’ έναν όμορφο κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που όλα ήταν θαυμαστά, γεμάτα αγγέλους, όλα δώρα (εσείς πώς καταδεχτήκατε να ζήσετε σ’ ασχημοκόσμο;). Στον πλανήτη του Φώτη όλοι είναι φίλοι κι όλα είναι προσφορές, τα ’χουμε για να τα μοιράζουμε. Έζησε τη ζωή που ήθελε, όπως την ήθελε (πώς χαθήκαν αυτά για το 99,99% του ελληνικού πληθυσμού; εσείς ζήσατε τη ζωή που θέλατε;...)

Πόσος κόσμος πήρε ανάσα, πόσοι χαμογέλασαν, πόσες κυρίες πήραν τα πάνω τους, πόσοι ανακάλυψαν διαμάντια στα σκουπίδια, πόσοι ήρωες του Αρκά απαρνήθηκαν την αφ’ υψηλού ειρωνεία τους, πόσοι πονηρεμένοι αφέλεψαν, πόσοι περπατημένοι αθώεψαν, πόσοι Καρυωτάκηδες γίναν Διονύσιοι Σολωμοί έστω για μια στιγμή: αν η πόλη του Βόλου είναι ό,τι είναι ΚΑΙ ΟΧΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ, οφείλεται στην καθημερινή γιατρειά που δωρεάν προσέφερε ο Φώτης επί 40 χρόνια.

Μέσ’ στην πάνδημη βρωμιά της βολιώτικης πόλης, με δήμαρχο την Αυτού Μεγαλειότης (ξέρετε ποιος ειν’ ο δήμαρχος Βόλου), κάποτε στάθηκε μια γωνίτσα καθαρή: ο Φώτης μας υιοθέτησε όλους, έκανε ό,τι μπορούσε για μας. Αν οι Βολιώτες έχουμε μια μικρούλα ελπιδα να σωθούμε (αν την έχουμε κιόλας, δεν είμαι σίγουρος...), το χρωστάμε στον Φώτη. 

Ο δήμαρχος Βόλου έχει ταλέντο να βγάζει στους Βολιώτες τις χειρότερες πλευρές του εαυτού τους. Γι' αυτό κι οι Βολιώτες τον ψηφίζουν πανηγυρικά. Ο Φώτης είχε εξίσου καταπληκτικό ταλέντο να βγάζει στους Βολιώτες τις καλύτερες πλευρές του εαυτού τους. Γι' αυτό κι οι Βολιώτες τον ξέχασαν πλέον

Τι τράβηξε, ο ίδιος το ξέρει. Τι σαγόνια τον δάγκωσαν, βελόνες τον τρύπησαν, φτώχεια, πόνος, φόβος, πείνα, κρύο... Τα ’ζησε στο πετσί του και, προς τιμήν του, δεν τα φόρτωσε σε κανέναν, τα πέρασε ολομόναχος.

Να βρει τη χαρά και την ξεκούραση που τόσο πολύ του αξίζουν.